Mια Βαλίτσα Γεύσεις του τηλεοπτικού σταθμού Σίγμα, μια εκπομπή η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε Τρίτες Χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των πολιτισμών, σημαντική παράμετρο για την αποδοχή, τον σεβασμό και την ειρηνική συνύπαρξη στην πολυπολιτισμική κοινωνία που ζούμε.
Ενα γευστικό, και όχι μόνο, ταξίδι στην Αίγυπτο κάνει η εκπομπή «Μια Βαλίτσα Γεύσεις» του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», μια εκπομπή η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε τρίτες χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των διαφόρων πολιτισμών.
Η σχέση των Αιγυπτίων με τη γαστρονομία είναι τυπωμένη από αρχαιοτάτων χρόνων πάνω σε τοιχογραφίες που απεικόνιζαν ψαράδες στις όχθες του Νείλου, άνδρες σε γεωργικές εργασίες και γυναίκες που ζυμώνουν, μαγειρεύουν και παρασκευάζουν μπύρα, ενώ οι πρώτες καταγεγραμμένες μαγειρικές συνταγές βρέθηκαν σε πάπυρους από την Εποχή των Φαραώ.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι γνώριζαν την τέχνη της παρασκευής ψωμιού από τα προϊστορικά χρόνια και λέγεται πως είχαν διδάξει την τέχνη της αρτοποιίας στους Αρχαίους Έλληνες. Η αιγυπτιακή κουζίνα είναι ιδιαίτερα οικεία στην Κυπριακή κοινωνία, αφενός λόγω της αρμονικής συνύπαρξης των δύο λαών μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αφετέρου γιατί οι δύο κουζίνες χρησιμοποιούν αρκετά κοινά υλικά, όπως το ταχίνι, ο κόλιανδρος, το σκόρδο κ.α.. Στη βάση της διατροφής τους είναι το ψωμί που λέγεται Asu δηλαδή ζωή, ενώ η ποικιλία των Αιγυπτιακών συνταγών, είναι ανεξάντλητη. Οι Αιγύπτιοι προτιμούν τις έντονες γεύσεις. Καταναλώνουν καθημερινά σκόρδο και κρεμμύδι, καθώς πιστεύουν ότι βελτιώνουν την υγεία τους. Τα ψάρια και τα κρέατα μαρινάρονται με βότανα και μπαχαρικά δίνοντας ιδιαίτερες, δυνατές γεύσεις. Τα κυρίως γεύματα αποτελούνται από σούπες, όπως η Μολοχία, μοσχαρίσιο κρέας, αρνί αλλά και περιστέρι που είναι πολύ δημοφιλές. Τα γεμιστά περιστέρια η αδυναμία των Αιγυπτίων και σερβίρονται με μπύρα.
Η Αίγυπτος, επίσημα γνωστή ως Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου, αποτελεί ένα από τους δημοφιλέστερους προορισμούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό οφείλεται στον περίφημο ιστορικό της πλούτο, στους μυθικούς θησαυρούς, στη φυσική ομορφιά της χώρας αλλά και στην ιδιαίτερη κουλτούρα των Αιγυπτίων.
Οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν τον αρχαίο πολιτισμό και τα διάσημα μνημεία, που περιλαμβάνουν την Γκίζα και το σύμπλεγμα των πυραμίδων, αλλά και τη μεγάλη Σφίγγα. Η νότια πόλη του Λούξορ περιλαμβάνει πολλά αρχαία τεχνουργήματα, όπως τον Νάο του Καρνάκ και την Κοιλάδα των Βασιλέων.
Η Αίγυπτος είναι ένα κράτος κυρίως της βορειοανατολικής Αφρικής και καλύπτει μια έκταση 1.001.450 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Θεωρείται διηπειρωτική xώρα, λόγω της χερσονήσου του Σινά, η οποία πολιτικά ανήκει στη Αίγυπτο και αποτελεί ισθμό προς τη νοτιοδυτική Ασία. Η Αίγυπτος συνορεύει βορειοανατολικά με τη Λωρίδα της Γάζας και το Ισραήλ, δυτικά με τη Λιβύη και νότια με το Σουδάν. Βρέχεται βόρεια από τη Μεσόγειο και ανατολικά από την Ερυθρά Θάλασσα.
H Αίγυπτος, είναι μια από τις πιο πολυπληθείς χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, με πληθυσμό 75.500.662 κατοίκων, η πλειονότητα των οποίων ζει κοντά στις όχθες του ποταμού Νείλου, όπου είναι η μόνη αρδεύσιμη εύφορη γη της χώρας. Πάνω από το μισό του πληθυσμού της ζει στις αστικές περιοχές και η μεγάλη πλειονότητα του αστικού πληθυσμού ζει στις πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις, στο Κάιρο (πρωτεύουσα), την Αλεξάνδρεια και άλλες μεγάλες πόλεις κατά μήκος του Νείλου. Μεγάλες περιοχές της Ερήμου Σαχάρας είναι αραιοκατοικημένες.
Η σχέση μεταξύ των Ελλήνων και των Αιγύπτιων διατηρείται αναλλοίωτη κατά την διάρκεια των αιώνων, από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ό αιώνα. Σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει ελληνικός πληθυσμός στην Αίγυπτο, συγκεντρωμένος κυρίως στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, ενώ αξιοσημείωτος είναι και ο αριθμός Αιγύπτιων μεταναστών που ζουν στην Κύπρο και την Ελλάδα. Η πλειονότητα των Αιγυπτίων απασχολούνται σε χειρωνακτικές ή αγροτικές εργασίες, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που επέλεξαν το δρόμο του εμπορίου και της γαστρονομίας και διατηρούν επιχειρήσεις εστιατορίων προσφέροντας στους ντόπιους ένα νοητό γαστρονομικό ταξίδι στις Αιγυπτιακές γεύσεις.
Συνταγή: Χουρμάδες - Sticky Toffee
Υλικά:
Για την πουτίγκα:
Για την toffee sauce:
Για το σερβίρισμα:
Εκτέλεση:
Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180 βαθμούς στον αέρα και αλευροβουτυρώνουμε μία φόρμα για κέικ 10 x 15 εκ. , της βάζουμε λαδόκολλα και αφήνουμε στην άκρη.
Βάζουμε το νερό με τους χουρμάδες σε ένα κατσαρολάκι και βάζουμε πάνω στην φωτιά να βράσει. Μόλις αρχίσει να βράζει το νερό χαμηλώνουμε την φωτιά και αφήνουμε να σιγοβράσει για άλλα 5 λεπτά ανακατεύοντας συνεχώς. Μόλις περάσουν τα 5 λεπτά αφαιρούμε το κατσαρολάκι από τη φωτιά και ρίχνουμε την σόδα και αφήνουμε στην άκρη για 10 ακόμα λεπτά και περνάμε από το μπλέντερ.
Χτυπάμε το βούτυρο με την ζάχαρη στο μίξερ με το σύρμα μέχρι να αφρατέψει καλά το μείγμα μας 2-3 λεπτά. Προσθέτουμε 2 κ.σ. αλεύρι ( από τα 175 γρ.) και προσθέτουμε τα αυγά 1-1 προσέχοντας να απορροφήσει το πρώτο πριν ρίξουμε το επόμενο.
Προσθέτουμε και το μείγμα με χουρμάδες και το ανακατεύουμε και αυτό. Βγάζουμε τον κάδο του μίξερ και προσθέτουμε το υπόλοιπο αλεύρι και το ginger ανακατεύοντας απαλά με μία κουτάλα μέχρι να ομογενοποιηθεί το μείγμα μας.
Αδειάζουμε το μείγμα του κέικ στην φόρμα που έχουμε αλευροβουτυρώσει και ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 40-50 λεπτά μέχρι που να ψηθεί τελείως. Βγάζουμε από το φούρνο και αφήνουμε να κρυώσει μέσα στο ταψάκι για 5-10 λεπτά και στη συνέχεια χαράσσουμε σε κομμάτια.
Για την sauce βάζουμε όλα τα υλικά σε ένα κατσαρολάκι και φέρνουμε σε βρασμό. Στη συνέχεια χαμηλώνουμε την φωτιά και σιγοβράζουμε για 2-3 λεπτά μέχρι να δέσει η καραμέλα μας.
Ρίχνουμε την καυτή sauce πάνω από το κέικ μας και σερβίρουμε με παγωτό.
Αχανής και γοητευτική, με ιστορία που ξεκινά από τους αυτόχθονες Αβορίγινες, η Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας είναι η έκτη μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο, έκτασής 7.692.024 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Αποτελείται από την Αυστραλιανή ήπειρο, την Τασμανία και πολυάριθμα νησιά και γειτονεύει με τη Νέα Ζηλανδία, την Ινδονησία, την Παπούα Νέα Γουινέα και το Ανατολικό Τιμόρ. Η Αυστραλία που πήρε το όνομα της από τη λατινική φράση «terra australis incognita», δηλαδή «άγνωστη νότια γη» και διαθέτει, μεταξύ άλλων, σπάνια φυσική ομορφιά, σαβάνες, δάση από ευκαλύπτους και φτέρες, απέραντες ερήμους, τον μεγαλύτερο κοραλλιογενή ύφαλο στον κόσμο που αποτελεί το νούμερο 1 προορισμό για καταδύσεις και την πιο λευκή παραλία στον πλανήτη, στο νησί Whitsunday, κοντά στην ακτή του Queensland. Επιπλέον, στην Κοιλάδα των Γιγάντων στην αυστραλέζικη Δύση μπορεί κανείς να περπατήσει κάπου 600 μέτρα ανάμεσα στις κορυφές πανύψηλων δέντρων και να δοκιμάσει περίεργες γεύσεις τις οποίες θα συνοδεύσει με κρασάκι από την Κοιλάδα Barossa. Στο βορρά μπορεί να επισκεφτεί το διάσημο Εθνικό Πάρκο Kakadu, αν έχει χρόνο βεβαίως, αφού πρόκειται για ένα πάρκο μεγαλύτερο από τη Σλοβενία, έκτασης 4.894.000 στρεμμάτων. Η Αυστραλία διαθέτει μια πλούσια ποικιλία τροφίμων και ποτών, που υιοθετήθηκαν από τον εποικισμό και αναπτύχθηκαν ως μέρος μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Αυτό που κάποτε ήταν νέο και ξένο έχει μεταμορφωθεί με νέα συστατικά και στυλ σε ξεχωριστά αυστραλιανά τρόφιμα. Η εκπομπή «Μια βαλίτσα γεύσεις» του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», μια εκπομπή η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε τρίτες χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των διαφόρων πολιτισμών, μας ταξιδεύει στον κόσμο των γεύσεων της Αυστραλίας. Στις πρώτες αποικιακές μέρες, υπήρχε εφευρετικότητα, πρωτοτυπία και καινοτομία στη μαγειρική. Τα μενού περιλάμβαναν θαλασσινά, ντόπια θηράματα και λαχανικά, καθώς και ντόπια φρούτα και ξηρούς καρπούς. Φυσικά φρούτα, όπως quandongs (άγρια ροδάκινα), rosellas (ξηρά κόκκινα φρούτα) ή ιβίσκος, άγρια σμέουρα και γηγενείς σταφίδες, συλλέγονταν για εμπορία αλλά και προσωπική χρήση, μέχρι τη δεκαετία του 1930. Η εισροή μεταναστών από την Ευρώπη και την Αμερική κατά τη δεκαετία του 1850 ώθησε την κατανάλωση καφέ και την επέκταση των υπαίθριων αγορών με τις πίτες της Κορνουάλης. Οι νέες αφίξεις ανέπτυξαν επίσης μια έλξη προς τα κινέζικα τρόφιμα με φρέσκα πράσινα λαχανικά, που διατίθενται στις κινέζικές συνοικίες της πόλης και ιδιαίτερα στις πόλεις που είχαν λιμάνι. Την εποχή της Ομοσπονδίας το 1901, τα στυλ φαγητού και μαγειρέματος άλλαξαν, ενώ υπαίθριες πικνίκ υιοθετήθηκαν με ενθουσιασμό, θεσπίζοντας την παράδοση του μπάρμπεκιου και εισάγοντας νέα βασικά τρόφιμα για τα κύρια γεύματα, όπως το βόειο κρέας, πίτες κρέατος, αποικιακές καρύδες και μπριζόλες αρνιού. Από το 1880, τα μεγαλόπρεπα παλάτια καφέ προσφέρουν καφέ και δείπνο ως εναλλακτικές λύσεις για τις πάμπς. Οι αίθουσες καφέ έγιναν μέρος της σύγχρονης τζαζ κουλτούρας της δεκαετίας του 1920 και της δεκαετίας του '30 και επεκτάθηκαν με την εισροή Αμερικανών στρατιωτών και ευρωπαίων μεταναστών τη δεκαετία του 1940 . Οι καινοτομίες που βασίζονται σε νέα συστατικά δημιούργησαν νέες συνταγές έτσι τα νέα επιδόρπια, τα κέικ και τα μπισκότα, όπως η Πάβλοβα, τα Λαμινγκτόν και τα μπισκότα τζίντζερ, προσφέρονταν με ένα φλιτζάνι τσάι, μια καθολική συνήθεια της Αυστραλέζικης κουλτούρας. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έφερε νέους μετανάστες στη Χώρα και συνεπώς νέα συστατικά και νέες γεύσεις. Αυτή η προθυμία να πειραματιστούν και να ανακαλύψουν νέες γευστικές εμπειρίες μεταμόρφωσαν την αυστραλιανή κουζίνα. Το αυστραλιανό φαγητό άρχισε να καθορίζεται από τις αλλαγές που προκάλεσαν τα νέα στυλ μαγειρέματος, ιδιαίτερα της Μεσογείου, της Ασίας, της Ινδίας και της Αφρικής. Σήμερα, πολλοί σύγχρονοι Αυστραλοί μάγειροι αναγνωρίζονται παγκοσμίως για την ικανότητά και τη φαντασία τους, αφού σε κάθε συνταγή συνδυάζουν αυτές τις γευστικές επιρροές μέσα από την ιστορία του τόπου τους και παρουσιάζουν τολμηρούς πειραματισμούς στην έκφραση της πρωτοτυπίας και της γευστικής πανδαισίας. Τα τελευταία χρόνια, ένα ακόμη εντυπωσιακό στοιχείο έχει προστεθεί στο «προφίλ» της Χώρας. Η «χώρα των καγκουρό» είναι αναμφισβήτητα η σημαιοφόρος των οινοπαραγωγών χωρών του Νέου Κόσμου και κατέχει την τέταρτη θέση της διεθνούς παραγωγής οίνου. Η «μεταναστευτική» σχέση της Κύπρου με την Αυστραλία χαρακτηρίζεται μάλλον μονόδρομος, αφού ένας πολύ μικρός αριθμός Αυστραλών υπηκόων ζουν και εργάζονται στην Κύπρο. Αντίθετα το μεταναστευτικό ρεύμα Κυπρίων που ζουν και εργάζονται στην Αυστραλία από τη δεκαετία του 50 ή μετά την εισβολή του 1974 είναι τεράστιο. Οι Κύπριοι που ζουν και εργάζονται στην Αυστραλία έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην τοπική κοινωνία, διατηρώντας όμως τις ρίζες και τις θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις της Κυπριακή κουλτούρας μέσα από τη δημιουργία Κυπριακής κοινότητας, Ελληνικών σχολείων και διαφόρων τοπικών Λεσχών. Συνταγή: Lamingtons Υλικά: • 125 γρ. βούτυρο • 1 κούπα κρυσταλλική ζάχαρη(250 γρ.) • ½ κ.γ. εκχύλισμα βανίλιας ή 1 λοβός βανίλιας • 3 αυγά • 1 ¾ κούπα αλεύρι που φουσκώνει μόνο του, κοσκινισμένο(250 γρ.) • ½ κούπα γάλα(100 γρ.) Για την επικάλυψη • 2 κούπες τριμμένη καρύδα(200 γρ.) • ½ κούπα ζάχαρη άχνη(100 γρ.) • ¼ κακάο σε σκόνη(80 γρ.) • 1 κ.γ. βούτυρο(20 γρ.) • ½ κούπα βραστό νερό(200 γρ.) • 100 γρ. μαρμελάδα φράουλα Εκτέλεση: Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 160 ° C στον αέρα. Στον κάδο του μίξερ προσθέτουμε το βούτυρο με τη ζάχαρη και χτυπάμε με το φτερό μέχρι να ομογενοποιηθούν. Αφαιρούμε τα σποράκια από τον λοβό βανίλιας, τα προσθέτουμε στον κάδο και χτυπάμε. Ρίχνουμε στον κάδο τα αυγά ένα ένα και συνεχίζουμε να χτυπάμε μέχρι να αναμειχθούν όλα τα υλικά. Αφαιρούμε από το μίξερ, προσθέτουμε το γάλα, το αλεύρι και ανακατεύουμε καλά με μία μαρίζ Προσθέτουμε το μείγμα μας σε ένα ταψάκι (25* 35 εκ.), που έχουμε στρώσει μία λαδόκολλα, και το απλώνουμε να πάει παντού Το ψήνουμε στον φούρνο για 20 λεπτά Όταν είναι έτοιμο, το αφαιρούμε και το αφήνουμε στην άκρη να κρυώσει για 20 λεπτά περίπου Αφαιρούμε το κέικ μας από το ταψάκι και κόβουμε σε κομμάτια. Φτιάχνουμε σε ένα μπολ την επικάλυψή μας ανακατεύοντας την ζάχαρη άχνη, το κακάο, το βούτυρο και το νερό. Για να σερβίρουμε παίρνουμε ένα κομμάτι, το αλείφουμε με 1 κ.σ. μαρμελάδα φράουλα, καπακώνουμε με άλλο ένα κομμάτι κέικ, το βουτάμε στο μείγμα με το κακάο και μετά στο μείγμα με την τριμμένη καρύδα. Επαναλαμβάνουμε και για τα υπόλοιπα.
Η Ελβετία, επίσημη ονομασία Ελβετική Συνομοσπονδία, αποτελείται από 26 ξεχωριστά διοικητικά καντόνια, επαρχίες, κάθε μία σχεδόν μια μινιατούρα χώρας, με τη δική της ιστορία, τις σπεσιαλιτέ των τροφίμων, την τοπική κυβέρνηση, και σαφώς μια τοπική διάλεκτο. Βρίσκεται στη Νοτιοδυτική Ευρώπη και συνορεύει δυτικά με τη Γαλλία, νότια και νοτιοανατολικά με την Ιταλία, βόρεια και βορειοανατολικά με τη Γερμανία και ανατολικά με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν. Οι 8.417.700 εκατομμύρια Ελβετοί ανήκουν σε 18 θρησκείες, κυρίως προτεσταντικές, 3 κύριες εθνικές ομάδες - ιταλική, γερμανική και γαλλική - και μιλούν 4 γλώσσες. Παρόλο που η Γερμανική γλώσσα κυριαρχεί, οι περισσότεροι Ελβετοί μπορούν να μιλούν Γαλλικά, Ιταλικά και Ρωμασάν, η οποία είναι βασισμένη στη Λατινική και ομιλείτε κυρίως στην περιοχή Grisons. Η Ελβετία προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών τουριστών, για τα ενδιαφέροντα αξιοθέατα που διαθέτει και τα μοναδικά φυσικά της τοπία. Μοιάζει με ένα μέρος βγαλμένο από παραμύθι με καταπράσινα τοπία, γραφικά χωριουδάκια, λιβάδια με αγελάδες, 1500 λίμνες και τις χιονισμένες βουνοκορφές των Άλπεων να αποδίδουν θαυμασμό και μοναδικότητα. Οι επισκέπτες μπορούν να κάνουν σκι στα πιο διάσημα θέρετρα και Γκραν σαλέ, να δουν το Εθνικό Μουσείο της Ελβετίας που στεγάζεται σε κτίριο που φέρει την υπογραφή του Gustav Gull και να περιηγηθούν στο μουσείο μοντέρνας τέχνης Kunsthaus, στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου με το μεγαλύτερο ρολόι της Ευρώπης και στη μεγαλύτερη εκκλησία της Ευρώπης Wasserkircher. Η Ελβετία κατάφερε να γίνει διάσημη για δεκάδες πράγματα ανά τους αιώνες. Δημιούργησε σουγιάδες με ονομασία προέλευσης, τελειοποίησε την τέχνη της ωρολογοποιίας και φυσικά πρόσφερε στην υφήλιο το πιο ξακουστό και αγαπητό γλύκισμα που εφευρέθηκε ποτέ. Τη σοκολάτα, με ιστορία πάνω από 140 ετών. Το φαγητό παίζει βασικό ρόλο στην πολιτισμική και κοινωνική ανάπτυξη των ανθρώπων. Αυτό εκφράζεται σε οποιεσδήποτε λέξεις, παροιμίες και έθιμα. Παροιμίες όπως: "Ο δρόμος προς την καρδιά ενός ανθρώπου είναι μέσω του στομάχου του" δείχνουν ότι ακόμα και σήμερα η λαϊκή σκέψη εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι η τροφή επηρεάζει ολόκληρο το άτομο και ότι ο άνθρωπος είναι αυτό που τρώει. Η εκπομπή «Μια βαλίτσα γεύσεις» του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», μια εκπομπή η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε τρίτες χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των διαφόρων πολιτισμών, μας ταξιδεύει στην Ελβετία. Η Ελβετία ήταν μια φτωχή χώρα πριν από την "Ανακάλυψη των Άλπεων", έτσι η ελβετική κουζίνα προέκυψε όπως κάθε τοπική κουζίνα στον κόσμο, από τοπικά φρούτα, λαχανικά κήπου και προϊόντα της τοπικής κτηνοτροφίας. Ιστορικά, ήταν μια χώρα των αγροτών, έτσι τα παραδοσιακά ελβετικά πιάτα τείνουν να είναι απλά, φτιαγμένα από απλά υλικά, όπως πατάτες και τυρί. Από πολύ λίγα διαθέσιμα για φαγητό, η νοικοκυρά έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλες τις δεξιότητες και τη φαντασία της για να προσθέσει ποικιλία στο μενού. Και αυτό που κατάφερε να αποκομίσει από το γάλα, τα τυριά, το ψωμί, το καλαμπόκι, το κεχρί, τα φρούτα και αργότερα, τις πατάτες, είναι καταπληκτικό και γεμάτο ποικιλία με εμφανώς πολλές περιφερειακές επιρροές, από τη γαλλική, τη γερμανική και την ιταλική κουζίνα. Από τα πιο δημοφιλή Ελβετικά πιάτα είναι τα fondues (φοντού) τυριών και το Rosti (τραγανές, τηγανιτές, ψιλοκομμένες πατάτες). Η Ελβετία είναι μια από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο, με υψηλό βιοτικό επίπεδο και ανεπτυγμένο εμπόριο, βιομηχανία και τουρισμό, έτσι οι Ελβετοί σπανίως εγκαταλείπου τη Χώρα τους για να μεταναστεύσουν . Στην Κύπρο δεν υπάρχει μεγάλη Ελβετική κοινότητα καθώς οι λίγοι Ελβετοί υπήκοοι που ζουν στην Κύπρο ήρθαν είτε λόγω μετάθεσης τους σε κάποια υπεράκτια εταιρία ή λόγω της οικογενειακής τους κατάστασης. Συνταγή: Τάρτα σοκολάτας με μαρέγκα Υλικά: • 250 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις • 140 γρ. βούτυρο • 100 γρ. ζάχαρη άχνη • 50 γρ. κακάο • 1 αυγό Για τη γέμιση και τη μαρέγκα • 25 γρ. κακάο • 2 κσ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις • 1 κσ. κορνφλάουρ • 375 γρ. γάλα εβαπορέ • 120 γρ. κρέμα γάλακτος • 5 αυγά, χωρισμένα τα ασπράδια και οι κρόκοι • 440 γρ. ζάχαρη άχνη • 1 κγ. εκχύλισμα βανίλιας • 50 γρ. βούτυρο, σε κυβάκια Εκτέλεση: Προθερμαίνουμε το φούρνο μας στους 180 βαθμούς. Βουτυρώνουμε μια αποσπώμενη βάση τάρτας 23 εκ. και αφήνουμε στην άκρη Σε έναν κάδο του μίξερ βάζουμε το βούτυρο με την άχνη ζάχαρη και βάζουμε στη δυνατή ταχύτητα με το σύρμα και αφήνουμε να αφρατέψουν. Επειτα προσθέτουμε το αυγό και χαμηλώνουμε την ταχύτητα. Σε ένα μπολ αναμειγνύουμε το αλεύρι με το κακάο και το μεταφέρουμε στον καδο του μίξερ ρίχνοντας λίγο-λίγο. Ανακατεύουμε λίγο να ομογενοποιηθεί το μείγμα. Αφαιρούμε από τον κάδο και τυλίγουμε τη ζύμη μας με μια μεμβράνη. Αφήνουμε να ξεκουραστεί για μισή ώρα στο ψυγείο. Σε μια λαδόκολλα ανοίγουμε τη ζύμη μας με λίγο αλεύρι και μεταφέρουμε στη βάση της τάρτας μας δίνοντας λίγο ύψος στις άκρες, περίπου 4 εκ. Καλύπτουμε την επιφάνεια της με λαδόκολλα και προσθέτουμε βάρος . Ψήνουμε για 15 λεπτά. Επειτα αφαιρούμε το βάρος και συνεχίζουμε το ψήσιμο για 5 λεπτά. Βγάζουμε από το φούρνο και αφήνουμε στην άκρη να κρυώσει. Για τη γέμιση Σε μία κατσαρόλα σε μέτρια φωτιά ετοιμάζουμε τη γέμιση. Βάζουμε το κακάο, το αλεύρι, το κορνφλάουρ, το γάλα εβαπορέ, την κρέμα, τους κρόκους και 150 γρ. ζάχαρης. Ανακατατεύουμε συνεχόμενα με ένα σύρμα χειρός μέχρι να γίνει το μείγμα μας αφράτο, για περίπου 15-20 λεπτά. Αφαιρούμε από τη φωτιά και προσθέτουμε τη βανίλια, το βούτυρο και ομογενοποιούμε. Την περιχύνουμε στην τάρτα μας και μεταφέρουμε στο ψυγείο να κρυώσει για περίπου 2 ώρες. Για τη μαρέγκα Σε ένα μπεν μαρι προσθέτουμε τα ασπράδια των αυγών και την υπόλοιπη ζάχαρη. Ανακατεύουμε μέχρι να λιώσει η ζάχαρη και να πήξει το μείγμα για περίπου 10-12 λεπτά. Αφού το μείγμα πήξει το μεταφέρουμε σε έναν κάδο του μίξερ με σύρμα και ανακατεύουμε μέχρι να σφίξει και να κρυώσει η μαρέγκα για περίπου 5 λεπτά. Απλώνουμε την μαρέγκα στην τάρτα μας και χρησιμοποιούμε ένα φλόγιστρο μέχρι να πάρει ένα ωραίο χρυσαφί χρώμα.
Η Ινδία, επίσημα Δημοκρατία της Ινδίας , είναι μια τεράστια χώρα της Νότιας Ασίας με ποικίλο έδαφος που εκτείνεται από τις κορυφές των Ιμαλαΐων μέχρι τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού. Συνορεύει ανατολικά με το Μπαγκλαντές και τη Βιρμανία, βόρεια με την Κίνα, το Νεπάλ και τα κρατίδια Μπουτάν, βορειοδυτικά με το Πακιστάν, ενώ δυτικά βρέχεται από την Αραβική θάλασσα και νότια-νοτιοανατολικά από τον Ινδικό ωκεανό και τον κόλπο της Βεγγάλης. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως σε πληθυσμό, με 1.210.193.422 κατοίκους, και η έβδομη μεγαλύτερη σε έκταση 3.287.590 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Υπολογίζεται μάλιστα πως, μέχρι το 2028 η Ινδία θα ξεπεράσει την Κίνα σε πληθυσμό, φτάνοντας τα 1,45 δισεκατομμύρια κατοίκους. Με ιστορία που πάει πίσω 5 χιλιετίες, η Ινδία, υπήρξε κοιτίδα και σταυροδρόμι πολλών σημαντικών πολιτισμών και θρησκειών. Είναι η χώρα που συνδύασε Ευρωπαίους και Ασιάτες, οι οποίοι δημιούργησαν τεράστια αστικά κέντρα στη Βομβάη, στο Νέο Δελχί και στην Καλκούτα, 3 από τις 10 μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα σταδιακά υποτάχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το 1947 απέκτησε την ανεξαρτησία της μέσα από σημαντικούς αγώνες. Σήμερα η Ινδία είναι από τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρόλο που η φτώχεια παραμένει έντονο κοινωνικό φαινόμενο. Η Ινδία είναι η μεγαλύτερη κινηματογραφική βιομηχανία στον κόσμο και 6η στο παγκόσμιο box office, ενώ στο Μπόλυγουντ παράγονται πάνω από 1000 ταινίες ετησίως. Η Ινδία έχει παγκοσμίως τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία σε ότι αφορά τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τα φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της. Το ίδιο το σύνταγμα της χώρας δεν προσδιορίζει κάποια εθνική γλώσσα. Τα Χιντί, με τους περισσότερους ομιλητές 74%, αποτελούν την επίσημη γλώσσα του κράτους, ενώ τα Αγγλικά έχουν διαδεδομένη χρήση στη διοίκηση, την εκπαίδευση και τον επιχειρηματικό κόσμο και χαρακτηρίζονται ως θυγατρική επίσημη γλώσσα. Υπάρχουν αμέτρητες ομιλούμενες γλώσσες καθώς κάθε πολιτεία και ένωση έχει τη δική της επίσημη γλώσσα, με το σύνταγμα να αναγνωρίζει 21 τοπικές γλώσσες. Η μακριά ιστορία της Χώρας, προσφέρει στον επισκέπτη μια μεγάλη λίστα με αξιοθέατα για να επισκεφτούν. Το μαυσωλείο Taj Mahal του Agra αποτελεί ένα από τα ωραιότερα ιστορικά κτίρια στον κόσμο, ενώ στα βόρεια, κάποιος μπορεί να απολαύσει τα ανάκτορα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, τα οποία περιλαμβάνουν το σύνθετο κόκκινο φρούριο του Δελχί και το τεράστιο τζαμί Τζαμά Μαστζίντ. Οι επισκέπτες μπορούν να δουν τους Ινδουιστές προσκυνητές να λούζονται στον Γάγγη, ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια της Ινδικής Χερσονήσου και μετά να απολαύσουν μια θεραπευτική γιόγκα στα Ρισσίκες ή να πάνε για πεζοπορία στα Ιμαλάια. Με «Μια βαλίτσα γεύσεις», από κόλιανδρο, κουρκούμη, κύμινο, καυτές πιπεριές, τζίντζερ, σκόρδο, κύμινο, κανέλα, σπόρος μουστάρδας, κάρδαμο, μοσχοκάρυδο, κουρκούμη, η εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε Τρίτες Χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των πολιτισμών, ταξιδεύουμε στη μακρινή Ινδία για γευτούμε την ποικιλόμορφη κουζίνα, την κουλτούρα, τον πολιτισμό και τα πολύχρωμα τοπία. Με τα χιλιάδες μεθυστικά μπαχαρικά και τις σύνθετες γεύσεις, η ινδική κουζίνα απολαμβάνει την αναγνώριση όλου του πλανήτη. Σε αντίθεση με τη δυτική κουζίνα που επιλέγει πιο βατές γεύσεις και τείνει να χρησιμοποιεί υλικά που γευστικά ταιριάζουν μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα μπύρα με κρέας, τα ινδικά πιάτα περιέχουν τουλάχιστον επτά συστατικά που γευστικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και «παντρεύει» τις ιδιαίτερες γεύσεις που προσδίδουν τα καρυκεύματα με απλά, καθημερινά προϊόντα, όπως το γάλα και το γιαούρτι. Το κάρυ, η πιο δημοφιλής γεύση της Ινδίας, ουσιαστικά δεν είναι ένα μπαχαρικό, αλλά ένα μείγμα μπαχαρικών τα οποία χρησιμοποιούνται σε διαφορετικές αναλογίες, ανάλογα με τη χρήση δίνοντας τελικά χιλιάδες εκδοχές του μπαχαρικού που ονομάζουμε κάρυ και το οποίο οι Ινδοί χρησιμοποιούν σε όλα σχεδόν τα φαγητά τους. Οι Ινδουιστές της Ινδίας έχουν δημιουργήσει τη μεγαλύτερη ίσως χορτοφαγική κουζίνα του κόσμου. Χρησιμοποιούν δημητριακά, όσπρια και ρύζι με πολλή φαντασία, εξίσου γευστική και πλούσια σε θρεπτική αξία. Ένα από τα δημοφιλέστερα πιάτα είναι τα νοστιμότατα τσάτνι (chutneys), λαχανικά και φρούτα με πολλά μπαχαρικά, που χρησιμοποιούνται ως παράπλευρα πιάτα. Φτιάχνουν επίσης μικρομεζεδάκια, τα idlis, πίτες από ρύζι και φακές που γίνονται στον ατμό, τα pakoras, λαχανικά που τηγανίζονται σε κουρκούτι από ρεβίθια και jalebis, κάτι σαν αλμυρά ορεκτικά που γίνονται μουσκεύοντας ένα τηγανισμένο κουρκούτι από αλεύρι σιταριού και ρεβιθιού σε γλυκό σιρόπι. Οι Raytas είναι γιαούρτι με φρούτα ή λαχανικά, όπως το δικό μας τζατζίκι. ’Άλλες σπεσιαλιτέ είναι τα biryani, μια οικογένεια από περίπλοκα πιάτα ρυζιού μαγειρεμένα με κρέατα ή γαρίδες, το korma, αρνί με κάρι με μια παχιά σάλτσα που περιέχει τριμμένα φιστίκια και γιαούρτι, masala, η ξηρή ή βρεγμένη βάση για το κάρι και μεγάλη ποικιλία από ψωμιά και καυτερά μπισκότα, όπως naan, pappadam, parathas και chapatis. Στη νότια Ινδία και ειδικότερα στην ιστορική περιοχή της Telingana, ή της Andhra, το φαγητό καρυκεύεται με φρέσκες πιπεριές τσίλι και μπορεί να είναι πάρα πολύ καυτερό. Το αρνίσιο κρέας είναι το σπουδαιότερο που σερβίρεται στη βόρεια Ινδία. Παρασκευάζεται με εκατοντάδες διαφορετικούς τρόπους, όπως κεμπάπ, διάφορα κάρι, ψητά και σε πιάτα ρυζιού. Πριν από την ανεξαρτησία της Ινδίας η κουζίνα Mughal εθεωρείτο ανάμεσα στις πιο πλούσιες του κόσμου. Αυτή γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της ισλαμικής αυτοκρατορίας του μεγάλου βασιλείου Mughal. Βασίζεται κυρίως, εξαιτίας θρησκευτικών και γεωγραφικών περιορισμών, στο αρνί. Στην Ινδία οι εορτασμοί και οι γιορτές χαρακτηρίζονται από γλέντι και διασκέδαση. Ανάμεσα στις κυριότερες γιορτές είναι η Onam, που γιορτάζεται η συγκομιδή του ρυζιού, η Diwali, που σημειώνει την αρχή του καινούργιου χρόνου των Ινδουιστών; η Dashera, που σημειώνει το θρίαμβο του καλού πρίγκηπα Rama πάνω στο κακό και η Holi, ο εορτασμός των φώτων, που τιμάει τον Κύριο Κρίσνα, την ενσάρκωση του θεού Βισνού. Η πεμπτουσία των εορτών αυτών είναι η προσφορά τροφής στους θεούς και τους φίλους. Οι Ινδοί υπήκοοι που ζουν και εργάζονται στην Κύπρο αποτελούν μικρή μειονότητα σε σχέση με άλλες κοινότητες μεταναστών, ωστόσο πρόκειται για μια ομάδα ανθρώπων πλήρως εναρμονισμένη με την Κυπριακή κουλτούρα οι οποίοι καταφέρνουν να διατηρούν τη θρησκευτική και πολιτιστική τους ταυτότητα ζωντανή μέσα από την καθημερινότητα μακριά από τη Χώρα τους. Συνταγή: Αρνί με κάρρυ Υλικά: • 1500 γρ. αρνί μπούτι (χωρίς κόκκαλο, κομμένο σε κύβους 3 εκ.) • 4 ντομάτες • 2 κρεμμύδια • 1 ξύλο κανέλας Για την πάστα κάρυ • 1 κ.σ. κάρδαμο σκόνη • 1 κ.σ. κόλιανδρο ξερό σε σπόρους • 1 σκ. σκόρδο • 1 κ.σ. κουρκουμάς • 1 κ.σ. κίμινο άκοπο • 1 κ.γ. τσίλι σκόνη (κοφτή) • 50 – 80 ml ελαιόλαδο • 300 ml γάλα καρύδας • 250 ml νερό • κόλιανδρο φρέσκο Για το σερβίρισμα • Papadoms • Raita Εκτέλεση: Ξεκινάμε φτιάχνοντας την πάστα κάρυ μέσα στο πολυμηχάνημα με τα μαχαίρια. Ρίχνουμε κάρδαμο, κόλιανδρο, σκόρδο, κουρκουμά, κίμινο, τσίλι, ελαιόλαδο και χτυπάμε πολύ καλά να γίνει μια πάστα. Το μισό από αυτό το μείγμα το ρίχνουμε σε ένα τηγάνι σε μέτρια προς δυνατή φωτιά. Το άλλο μισό, θα το πασπαλίσουμε πάνω στο κρέας το οποίο έχουμε κόψει σε κύβους. Καθαρίζουμε και κόβουμε σε λεπτές φέτες το κρεμμύδι και το ρίχνουμε στο τηγάνι με το μείγμα μυρωδικών να καραμελώσει. Κόβουμε τις ντομάτες σε μέτριες φέτες και τις ρίχνουμε στο τηγάνι. Τέλος, ρίχνουμε και το κρέας μας. Αφήνουμε το κρέας να σοταριστεί λίγα λεπτά και χαμηλώνουμε τη φωτιά στο χαμηλό. Προσθέτουμε το νερό, βάζουμε και την κανέλα, σκεπάζουμε με ένα καπάκι και αφήνουμε να σιγοβράσει για 1 - 1 ½ ώρες. Ελέγχουμε το νερό και αν χρειαστεί προσθέτουμε λίγο ακόμα. Όταν είναι έτοιμο το κρέας, προσθέτουμε το γάλα καρύδας και το αφήνουμε να πάρει μια βράση. Μόλις πάρει μία βράση, αφαιρούμε από τη φωτιά και σερβίρουμε με ρύζι μπασμάτι, ραΐτα και papadons.
Με το Κινέζικο ρητό «Το φαγητό είναι παράδεισος για το λαό» και το «Μια βαλίτσα γεύσεις», (μια εκπομπή που συγχρηματοδοτείται από το ταμείο ασύλου μετανάστευσης και ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία), ξεκινά το ταξίδι στο γευστικό παράδεισο της Κίνας. Με πάνω από 5000 πιάτα, η Κινέζικη κουζίνα είναι από τις πιο αγαπητές ethnic κουζίνες στον κόσμο, συνδυάζοντας εμφάνιση, άρωμα, γεύση και υφή, και πάντα διατηρώντας, ως μέρος του Κινέζικου πολιτισμού, την ισορροπία και αρμονία των στοιχείων του γιν και του γιανγκ, ακόμα και στη γαστρονομία. Η Κίνα είναι η χώρα με τους περισσότερους κατοίκους στον κόσμο και οι 1.3 δισεκατομμύρια πολίτες της αποτελούν το 18,3% του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι 55 εθνικές μειονότητες που καταγράφονται στην Κίνα αποτελούν μόλις το 7% του συνολικού πληθυσμού καθώς το υπόλοιπο 93% είναι Κινέζοι. Το μακρύ και πολύχρωμο τοπίο της Κίνας συνθέτουν βουνά, λίμνες, λιβάδια, έρημο, ποτάμια και περισσότερα από 14,000 χιλιόμετρα ακτογραμμής μαζί με μια πληθώρα αρχαιολογικών και σύγχρονων στοιχείων του πολιτισμού που αποτελούν την ταυτότητα της χώρας. Σε αυτό το τόσο μακρινό αλλά μαγευτικό προορισμό, ο επισκέπτης μπορεί επισκεφτεί το Πεκίνο (πρωτεύουσα) και να δει ένα συνδυασμό σύγχρονης αρχιτεκτονικής και ιστορικών τοποθεσιών όπως το συγκρότημα παλατιών της Απαγορευμένης Πόλης, την πλατεία Τιενανμέν και το πάρκο Wolong, Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, όπου κατοικούν τα συμπαθέστατα ζωάκια πάντα, σήμα κατατεθέν της χώρας. Επίσης, μπορεί κάποιος να ζήσει για λίγο στους γρήγορους ρυθμούς της Σαγκάης, του Παγκόσμιου οικονομικού κέντρου, ενώ απαραίτητος σταθμός είναι το Σινικό Τείχος το οποίο κτίστηκε πριν από 2.5 χιλιάδες χρόνια, έχει μήκος πάνω από 5.000 χιλιόμετρα και εκτείνεται ανατολικά-δυτικά κατά μήκος του βορρά της χώρας. Η Κινέζικη κουζίνα, ως σημαντικό κομμάτι της κουλτούρας της, διαμορφώθηκε από γεύσεις και φυσικά προϊόντα που προέρχονταν από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και από Κινέζους που ζουν στο εξωτερικό. Όπως είναι φυσικό έχει επηρεάσει κατά μεγάλο βαθμό και πολλές Ασιατικές κουζίνες, λόγω της διασποράς και της ιστορικής της δύναμης. Οι βασικές τους καλλιέργειες είναι το ρύζι, το σιτάρι, η σόγια, το σουσάμι, τα φιστίκια και το σησαμέλαιο. Η κινέζικη κουζίνα θεωρείται υγιεινή επειδή είναι πλούσια σε ψημένα ή ωμά λαχανικά και χαμηλή σε λιπαρά. Επιπλέον, οι Κινέζοι εκτιμούν την ευεργετική θρεπτική αξία του ρυζιού και των noodles (κινέζικες χυλοπίτες φτιαγμένες είτε από αλεύρι σίτου, είτε από αλεύρι ρυζιού, ή από άμυλο φασολιών), έτσι συνοδεύουν σχεδόν κάθε γεύμα τους με αυτά, προσφέροντας διατροφική ισορροπία ανάμεσα σε πρωτεΐνη, φυτικές ίνες και άμυλο. Από την αρχαιότητα έως σήμερα οι Κινέζοι δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην προετοιμασία του γεύματος. Η γευστική κουλτούρα της Κίνας, ως χώρα δίνει μεγάλη προσοχή στην ευγένεια που είναι βαθιά ριζωμένη στην ιστορία της. Αυτό που κάνει το Κινέζικο τραπέζι μαγικό και μοναδικό είναι οι τρόποι καλής συμπεριφοράς και η διακριτική ευγένεια και ο σεβασμός που επιδεικνύει ο οικοδεσπότης ή ο σερβιτόρος προς τους παρευρισκόμενους. Η Κύπρος ως πόλος έλξης χιλιάδων μεταναστών δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στην προσέλευση και φιλοξενία Κινέζων μεταναστών. Στην προσπάθεια της μάλιστα να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, η Κυπριακή Κυβέρνηση εκπόνησε ελκυστικά σχέδια που αφορούν ξένους επενδυτές παραχωρώντας τους άδεια μετανάστευσής σε όσους επένδυσαν στην Κύπρο αγοράζοντας ακίνητη ιδιοκτησία συνολικής αξίας €300.000. Στα σχέδια αυτά περιλαμβάνεται ακόμα και η παραχώρηση Κυπριακής υπηκοότητας σε επιχειρηματίες, που έχουν επενδύσει στην Κύπρο τουλάχιστον €5.000.000, για την αγορά ακινήτων ή κρατικών ομολόγων ή σε άλλες επιχειρηματικές δράσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του τμήματος πληθυσμού και μετανάστευσης, περισσότεροι από 1000 Κινέζοι επενδυτές έχουν προβεί σε αγορά κατοικίας στην Κύπρο τον τελευταίο χρόνο, αξιοποιώντας την έκδοση άδειας μετανάστευσης ή υπηκοότητας και με αυτό τον τρόπο επωφελούνται έχοντας τη δυνατότητα για ελεύθερη διακίνηση στην ΕΕ, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των Κινέζων μεταναστών έχουν συγκεντρωθεί στην Πάφο, όπου ήδη μια από τις μεγαλύτερες Κινέζικες επενδυτικές εταιρίες δεσμεύτηκε να επενδύσει συνολικά 290 εκατομμύρια ευρώ. Ένα από τα έργα της είναι η δημιουργία θέρετρου για γκολφ κόστους 1,5 εκατομμυρίων ευρώ. Συνταγή: Τηγανιτό ρύζι με κοτόπουλο και γαρίδες Υλικά:
Βράζουμε το μπασμάτι και το αφήνουμε στην άκρη.
Κόβουμε το κοτόπουλο σε λωρίδες και καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα κελύφη.
Σε ένα τηγάνι βάζουμε το ελαιόλαδο και σοτάρουμε σε μέτρια φωτιά το κοτόπουλο. Προσθέτουμε το κρεμμύδι ψιλοκομμένο μαζί με το σκόρδο, μέχρι να πάρουν ένα ωραίο χρυσαφί χρώμα.
Έπειτα, προσθέτουμε το σέλερι μαζί με το τζίντζερ και τις γαρίδες και αφήνουμε να σοταριστούν για 2-3 λεπτά.
Προσθέτουμε το μπασμάτι και συνεχίζουμε το σοτάρισμα για 2-3 λεπτά ανακατεύοντας συνέχεια με μία κουτάλα για να μην κολλήσει.
Σβήνουμε με τη σόγια και συνεχίζουμε το μαγείρεμα για 1 λεπτό.
Μαγειρεύουμε για 1-2 λεπτά.
Αποσύρουμε το τηγάνι από τη φωτιά και προσθέτουμε το φρέσκο κρεμμύδι, το μαϊντανό και το ξύσμα λάιμ.
Ανακατεύουμε καλά και σερβίρουμε.
ούβα είναι ένα νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής, έκτασης 110,860 τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμό 11,423,952 κατοίκων, υπό κομμουνιστική κυριαρχία που αποτελείται από το ομώνυμο νησί, την Ίσλα δε λα Χουβεντούδ, καθώς και μικρότερα νησιά. Βρίσκεται στη βόρεια Καραϊβική, ανάμεσα στην Καραϊβική Θάλασσα, τον Κόλπο του Μεξικού και τον Ατλαντικό Ωκεανό. Πρόκειται για μία πανέμορφη και ιδιαίτερη χώρα, στην οποία νομίζεις ότι ταξιδεύεις πίσω στο χρόνο. Στην πρωτεύουσα Αβάνα δεσπόζει ισπανική αποικιακή αρχιτεκτονική σε παστέλ χρώματα και στους δρόμους κυκλοφορούν ακόμα αυτοκίνητα της δεκαετίας του '50. Ο συνδυασμός αφρικανικής και ισπανικής ιστορίας της, υπάρχει παντού και μπορεί κάποιος να τον δει, να τον ακούσει, να τον γευτεί και να τον μυρίσει μέσα από τη μουσική, το χορό, και τις γεύσεις. Η εκπομπή «Μια βαλίτσα γεύσεις» του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», μια εκπομπή η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε τρίτες χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των διαφόρων πολιτισμών, μας ταξιδεύει στη μαγευτική Κούβα για να μας ξεναγήσει στις εκπληκτικές παραλίες, με τα καταγάλανα νερά και την άσπρη άμμο, στους κοραλλιογενείς υφάλους κατάλληλους για καταδύσεις, καθώς επίσης στα ιστορικά μνημεία 500 χρόνων και στον πολιτισμό της που πάει ακόμη πιο πίσω. Η ιστορία της ξεδιπλώνεται μέσα από χιλιάδες μνημεία, αξιοθέατα, περισσότερα από 250 μουσεία, διατηρητέα κτίρια κ.ο.κ. Η μουσική Salsa παίζει στα κλαμπ χορού και οι εκθέσεις καμπαρέ πραγματοποιούνται στο φημισμένο Tropicana. Ο πυρήνας πολλών κουβανικών μουσικών ταυτοτήτων βρίσκεται στους «cabildos», ένα είδος κοινωνικής ενοποίησης μεταξύ Αφρικανών σκλάβων που μεταφέρθηκαν στο νησί. Ο Cabildos διατήρησε αφρικανικά πολιτιστικά έθιμα και αυτό συνεχίστηκε μετά τη χειραφέτηση το 1886, που απαιτούσε από τους Κουβανούς να συγχωνευθούν με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ταυτόχρονα, μια θρησκεία γνωστή ως Santeria αναδύθηκε και αυξήθηκε γρήγορα σε όλη την Κούβα, την Αϊτή και άλλα γειτονικά νησιά. Ο πολιτισμός και τα έθιμά της διαμορφώθηκαν από διάφορους παράγοντες στο πέρασμα του χρόνου, συμπεριλαμβανομένων της περιόδου της ισπανικής αποικιοκρατίας, της μεταφοράς σκλάβων από την Αφρική και σε μικρότερο βαθμό, της γειτνίασης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η τοπική κουζίνα της Κούβας αποτελεί συνδυασμό της κουζίνας της Ισπανίας και της Καραϊβικής, με πολλά μπαχαρικά. Ένα παραδοσιακό κουβανέζικο γεύμα δεν σερβίρεται σε πολλά πιάτα, αλλά όλα τα φαγητά σερβίρονται ταυτόχρονα. Ένα τυπικό γεύμα θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα είδος μπανάνας, μαύρα φασόλια με ρύζι, ρόπα βιέχα (μικρά κομματάκια βοδινό), κουβανέζικο ψωμί, χοιρινό με κρεμμύδια, και τροπικά φρούτα. Τα μαύρα φασόλια με ρύζι (τα οποία αποκαλούνται μόρος υ κριστιάνος – Μαυριτανοί και χριστιανοί – ή απλώς μόρος) και το πλάτανο (συγγενές της μπανάνας) είναι θεμελιώδη στην κουβανέζικη δίαιτα. Πολλά κρεατικά ψήνονται αργά με ελαφριές σάλτσες, ενώ το σκόρδο, το κύμινο, η ρίγανη και η δάφνη είναι τα πιο συνηθισμένα μπαχαρικά. Στη Κύπρο υπάρχουν αρκετά Κουβανέζικα εστιατόρια και μπαράκια τα οποία σε μεταφέρουν νοερά, μέσα από τη γαστρονομία και τη μουσική στους μακρινούς ρυθμούς της Κούβας και τα οποία τυγχάνουν ιδιαίτερης προτίμησης από τους κάτοικους του Νησιού. Συνταγή: Κέικ με ρούμι Υλικά: Για το κέικ • 4 αυγά, ολόκληρα • 3 κρόκοι • 100 γρ. ρούμι • 250 γρ. βούτυρο μαλακό • ½ κ.γ. εκχύλισμα βανίλιας • ½ κ.γ. εκχύλισμα αμύγδαλο • 300 γρ. αλεύρι γ.ο.χ. • 180 γρ. καστανή ζάχαρη • 200 γρ. κρυσταλλική ζάχαρη • 2 κ.γ. μπέικιν πάουντερ • 1 πρέζα αλάτι • 1 κ.σ. παπαρουνόσπορος Για το σιρόπι • 150 γρ. βούτυρο • 150 γρ. νερό • 200 γρ. ζάχαρη κρυσταλλική • 100 γρ. ρούμι • ½ κ.γ. εκχύλισμα βανίλιας Εκτέλεση: Για το σιρόπι Σε ένα κατσαρολάκι σε μέτρια φωτιά λιώνουμε το βούτυρο με το νερό και τη ζάχαρη. Όταν το σιρόπι μας αρχίσει να αφρίζει αφαιρούμε από τη φωτιά. Προσθέτουμε το ρούμι, τη βανίλια και ανακατεύουμε. Αφήνουμε στην άρκη να κρυώσει. Για το κέικ Προθερμαίνουμετο φούρνο μας στους 180 βαθμούς. Σε ένα μπολ αναμειγνύουμε τα αυγά, τους κρόκους, το ρούμι,το εκχύλισμα βανίλιας και αμυγδάλου. Ανακατεύουμε και αφήνουμε στην άκρη. Στον κάδο του μίξερ με το σύρμα αναμειγνύουμε το αλεύρι, τις ζάχαρες, τον παπαρουνόσπορο. Έπειτα προσθέτουμε το βούτυρο και ενσωματώνουμε το μείγμα μας. Ρίχνουμε σιγά σιγά το μείγμα με τα αυγά. Αφαιρούμε από το μίξερ και απλώνουμε σε αλευροβουτυρωμένη φόρμα κεικ 28 εκ. με τρύπα. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 1 ώρα. Με το που βγάλουμε το κέικ από το φούρνο τρυπάμε με ένα μικρό μαχαιράκι σε διάφορα σημεία του κέικ και περιχύνουμε με το κρύο σιρόπι.
Ταξιδεύοντας στις σημαντικότερες γαστρονομικές περιοχές του πλανήτη με τις ωραιότερες συνταγές από τις κουζίνες τρίτων χωρών, η εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», «Με μια βαλίτσα γεύσεις», (μια εκπομπή η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε τρίτες χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των πολιτισμών) κάνει σταθμό στο Λίβανο.
Ελαφριά, αγαπημένη, δροσερή, φρέσκια η Λιβανέζικη Κουζίνα έχει φανατικούς φίλους και είναι διάσημη όχι μόνο στη Μέση Ανατολή αλλά και παγκοσμίως. Βασισμένη στα πολλά λαχανικά, το ελαιόλαδο, τα αρωματικά βότανα και τα μπαχαρικά, με αρκετά ψάρια, λόγω της γεωγραφικής της θέσης (βρέχεται από τη Μεσόγειο), είναι μια κουζίνα ισορροπημένη και γευστική. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της, το ταμπουλέ, το ταχίνι και το Κοτόπουλο Shawarma.
Ο Λίβανος είναι μια ορεινή παραθαλάσσια χώρα με έκταση 10.452 τετραγωνικών χιλιομέτρων, συνορεύει με τη Συρία και με το Ισραήλ και δυτικά βρέχεται από τη Μεσόγειο.
Ο πληθυσμός του Λιβάνου, σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2017, είναι 6.039.000 κάτοικοι. Πρόκειται για μια πολυκοινοτική ομοσπονδία, αφού 17 επίσημες θρησκευτικές κοινότητες συνυπάρχουν σε ένα καθεστώς.
Το 54% των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι (διαφορετικών δογμάτων) και το 40,5% χριστιανοί (επίσης πολλών διαφορετικών δογμάτων) μεταξύ των οποίων 3.674 Μάρτυρες του Ιεχωβά και το 5,5% Δρούζοι. Οι Μαρωνίτες χριστιανοί αποτελούν την σημαντικότερη πολιτικά ομάδα του Λιβάνου με 20% του συνολικού πληθυσμού. Ακολουθούν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί που υπάγονται στο Πατριαρχείο Αντιόχειας με 9% του συνολικού πληθυσμού, οι Μονοφυσίτες με 5%, οι Καθολικοί χριστιανοί με 4% και οι Προτεστάντες με 2%.
Η θρησκεία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των Λιβανέζων και ο παράγοντας που ρυθμίζει την οικογενειακή, κοινωνική, εκπαιδευτική και πολιτική ζωή των πολιτών.
Η εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, στο δημόσιο, στα σχολεία και στην αγορά εργασίας γίνεται με βάση τις θρησκευτικές κοινότητες που ανήκουν οι πιστοί, ενώ σε πολιτικό επίπεδο ο πρόεδρος της χώρας πρέπει υποχρεωτικά να είναι Χριστιανός Μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός Σουνίτης Μουσουλμάνος, ο πρόεδρος της Βουλής Σιίτης Μουσουλμάνος και ο υπουργός εξωτερικών Ορθόδοξος χριστιανός. Οι θέσεις στο κοινοβούλιο καταλαμβάνονται κατά 50% από μουσουλμάνους και κατά 50% από χριστιανούς υποχρεωτικά. Στην κυβέρνηση και το υπουργικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλα τα 18 αναγνωρισμένα Μουσουλμανικά και χριστιανικά δόγματα καθώς και οι Δρούζοι όπως και στο δημόσιο και τα σώματα ασφαλείας.
Η Κύπρος θεωρείται «Γη της Επαγγελίας» για τους Λιβανέζους καθώς κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Λίβανο (1975-1991), ήταν οι πρώτοι, μαζί με τους Παλαιστινίους που αναζήτησαν άσυλο. Η κοινωνική ένταξη των Λιβανέζων στην Κυπριακή κουλτούρα ήταν ομαλή και η συνύπαρξη με την τοπική κοινότητα αρμονική, διατηρώντας πάντοτε την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα από το Λίβανο.
Μέσα από το πέρασμα του χρόνου οι Λιβανέζοι αποδεδειγμένα αποτελούν μια από τις πλέον κοινωνικά εναρμονισμένες μεταναστευτικές ομάδες της Κύπρου, με ενεργή συμμετοχή στην κοινωνία και με ένα σημαντικό ποσοστό Λιβανέζων εργαζομένων να απασχολούνται σε διευθυντικές θέσεις ή γενικά σε θέσεις υψηλής ειδίκευσης, ενώ αρκετοί είναι αυτοί που διατηρούν τη δική τους επιχείρηση στον τομέα της γαστρονομίας με στόχο να μυήσει την τοπική κοινωνία στον μαγευτικό γευστικό κόσμο του Λιβάνου.
Συνταγή: Αρνί με Μπαχαρικά στην Κατσαρόλα
Σε μια κατσαρόλα βάζετε το μισό λάδι και ξεκινάτε να ροδοκοκκινίζετε το αρνί, προσθέστε το κρεμμύδι και το σκόρδο.
Μετά προσθέστε το Τζίτζερ, το πιπέρι και το αλάτι και το κρασί.
Αφήστε για περίπου 12 λεπτά.
Στη συνέχεια προσθέστε το νερό.
Χαμηλώστε τη φωτιά και ψήστε για περίπου μια ώρα
Σερβίρετε με φρέσκο ψιλοκομμένο κόλιανδρο.
Ένα γευστικό και όχι μόνο, ταξίδι στο Μεξικό κάνει η εκπομπή «Μια Βαλίτσα Γεύσεις» του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», μια εκπομπή η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε Τρίτες Χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των πολιτισμών, σημαντική παράμετρο για την αποδοχή, τον σεβασμό και την ειρηνική συνύπαρξη στην πολυπολιτισμική κοινωνία που ζούμε. Το Μεξικό, επίσημα οι Ηνωμένες Μεξικανικές Πολιτείες, είναι μια χώρα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κεντρικής Αμερικής, έκτασης 1.972.550 τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμό 123.518.270 κατοίκων. Καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της Μεξικάνικης Χερσονήσου που ενώνει τη Βόρεια με τη Νότια Αμερική και βρέχεται από τον Ειρηνικό και Ατλαντικό ωκεανό. Συνορεύει βόρεια με τις ΗΠΑ και νοτιοανατολικά με τη Γουατεμάλα και τη Μπελίζ. Ως η πολυπληθέστερη ισπανόφωνη χώρα, η επίσημη γλώσσα είναι η ισπανική και το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού έχει ασπαστεί το χριστιανικό ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Το Μεξικό είναι ξακουστό για τις παραλίες του Ειρηνικού και του Κόλπου του Μεξικού, για τους μαγευτικούς αρχαιολογικούς χώρους, την ευφάνταστη αποικιακή αρχιτεκτονική, την πλούσια φυσική ιστορία και την παρθένα ομορφιά της φύσης. Ο επισκέπτης, μπορεί να να περιπλανηθεί σε πλακόστρωτες πολύχρωμε πλατείες, οι οποίες προσδίδουν το άρωμα του παραδοσιακού Μεξικού και σε σοκάκια βγαλμένα μέσα από την Ιστορία, έτοιμα να σε ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο. Επίσης, οι ταξιδίωτες μπορούν να διατρέξουν τα τραχιά βουνά της Σιέρα Μάντρε με το περίφημο τρένο στο Φαράγγι του Χαλκού, τόπος διαμονής των Ινδιάνων Ταραουμάρα και να παρακολουθήσουν από πολύ κοντά τις γκρίζες φάλαινες στην Κάτω Καλιφόρνια. Η πρωτεύουσα, Πόλη του Μεξικού, είναι το σημαντικότερο οικονομικό, βιομηχανικό και πολιτιστικό κέντρο στη χώρα και στην Αμερικάνικη ήπειρο γενικότερα. Χτίστηκε το 1325 από τους Αζτέκους και ονομάζονταν Τενοτστιτλάν μέχρι και το 1521 όπου οι Ισπανοί ισοπέδωσαν την πόλη και στην συνέχεια την ανακατασκεύασαν από μηδενική βάση, σύμφωνα τα Ισπανικά χωροταξικά πρότυπα. Πολυτελή καταστήματα, φημισμένα μουσεία, γκουρμέ εστιατόρια, άφθονη τεκίλα και μουσική σε κάθε πλατεία καλύπτουν τη σύγχρονη ζωή. Η ιστορία της Μεξικάνικης κουζίνας ξεκινάει από το 1519, όταν το Μεξικό κατακτήθηκε από τους Ισπανούς. Οι Ισπανοί αρχικά προσπάθησαν να επιβάλουν τη δική τους διατροφή στη χώρα, ωστόσο αυτό δεν ήταν εφικτό και τελικά τα τρόφιμα και οι τεχνικές μαγειρικής άρχισαν να αναμειγνύονται. Οι αφρικανικές και ασιατικές επιρροές εισήχθησαν επίσης στο μίγμα της Μεξικάνικης κουζίνας κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής, ως αποτέλεσμα της αφρικανικής δουλείας στη Νέα Ισπανία. Έτσι, η Μεξικάνικη κουζίνα αποτελεί ιδιαίτερο μείγμα γεύσεων και πολιτισμών και βασίζεται στις παλιές παραδοσιακές διατροφικές συνήθειες των Αζτέκων και των Μάγια, συνδυασμένη με τις τάσεις που έφεραν οι Ισπανοί άποικοι όπως το χοιρινό, το κοτόπουλο, το μοσχάρι, το σκόρδο και το τυρί. Τα βασικά συστατικά της Μεξικάνικης κουζίνας είναι το καλαμπόκι, τα όσπρια, τα λαχανικά, οι γλυκοπατάτες, το αβοκάντο, αρκετά καρυκεύματα και φυσικά τα εξωτικά φρούτα, όπως το μάνγκο και η παπάγια. Με αυτά οι μεξικανοί φτιάχνουν διάφορες σάλτσες, με τη πιο διάσημη να είναι σίγουρα το θρεπτικό «guacamole» που έχει ως βάση το αβοκάντο. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, αυτό οδήγησε σε τοπικές κουζίνες βασισμένες στις τοπικές συνθήκες, έτσι κάθε περιοχή της χώρας χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένες γεύσεις. Για παράδειγμα στο βόρειο Μεξικό φτιάχνονται πιάτα με βοδινό κρέας, ενώ το νοτιοανατολικό κομμάτι της Χώρας φημίζεται για τις πιο πικάντικες γεύσεις με λαχανικά και κοτόπουλο. Τέλος, ο διάσημος κόλπος του Μεξικού φημίζεται για τα θαλασσινά. Η μεξικανική κουζίνα είναι μια σημαντική πτυχή του πολιτισμού, της κοινωνικής δομής και των λαϊκών παραδόσεων του Μεξικού. Το πιο σημαντικό παράδειγμα αυτής της σύνδεσης είναι η χρήση του «mole», για ειδικές περιστάσεις και αργίες, ιδιαίτερα στις νότιες και κεντρικές περιοχές της χώρας. Αν και πολλοί πιστεύουν ότι η λέξη «mole» προέρχεται από την ισπανική λέξη moler, που σημαίνει "να αλέσει", στην πραγματικότητα προέρχεται από μια λέξη Αζτέκων, που σημαίνει "σάλτσα" ή "μίγμα". Έτσι το το «mole» χρησιμοποιείται στο Μεξικό ως ένα γενικό όνομα για μια σειρά από σάλτσες που παρασκευάζονται σε ειδικές εορταστικές περιπτώσεις και έχουν ως βάση το τσίλι. Το καλαμπόκι στο Μεξικό χρησιμοποιείται είτε ακατέργαστο είτε ως το βασικό υλικό για τη διάσημη «masa», τη ζύμη δηλαδή για τις ταμάλες και τις τορτίγιες. Τα πιο συχνά καρυκεύματα που χρησιμοποιούνται είναι φυσικά το τσίλι, το κύμινο, η ρίγανη, το κόλιανδρο, το επασότε (epazote), η κανέλα και το τσιπότλε (chipotle) που είναι το λεγόμενο καπνιστό τσίλι. Βεβαίως το καλαμπόκι στο Μεξικό σερβίρεται και ως ποτό, αφού χρησιμοποιείται ως βάση ενός ζεστού ποτού που ονομάζεται «atoll», το οποίο στη συνέχεια αρωματίζεται με φρούτα, σοκολάτα, ρύζι ή άλλες γεύσεις. Επίσης, το καλαμπόκι που έχει υποστεί ζύμωση είναι η βάση ενός κρύου ποτού, το οποίο έχει διαφορετικά ονόματα και ποικιλίες, όπως «τιτουίνο», «ποζολ» και άλλα. Μερικά από τα πιο διάσημα πιάτα της μεξικάνικης κουζίνας είναι το Burrito, ένα μεξικάνικο σουβλάκι το οποίο φτιάχνεται από λεπτή tortilla καλαμποκιού και μέσα έχει κρέας ή ψάρι, πατάτες, φασόλια και μεξικάνικο τυρί και τα Enchiladas, ίσως το πιο χαρακτηριστικό πιάτο που έχει παραμείνει από την εποχή των Μάγια και των Ατζέκων, φτιαγμένα από tortillas καλαμποκιού που γεμίζονται με θαλασσινά, λαχανικά, κρέας ή οτιδήποτε άλλο, πάντα περιχυμένα από καυτερό τσίλι. Επίσης, παραδοσιακά είναι τα tacos, μεγάλες τραγανές πίττες, φτιαγμένες από καλαμπόκι και περιέχουν κρέας, συνήθως κιμά και σερβίρονται με μαρούλι, και τριμμένο τυρί. Τα fajitas μοιάζουν αρκετά με τα burritos. Αποτελούνται από μαλακές tortillas με τη διαφορά ότι περιέχουν φέτες από βοδινό κρέας, μαριναρισμένο σε μια ιδιαίτερα καυτερή σάλτσα και ψημένο στα κάρβουνα και σερβίρεται με μια ακόμη πιο καυτερή σάλτσα. Παραδοσιακό ποτό του Μεξικό είναι η τεκίλα, οποία με την σημερινή μορφή της, εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα. Όταν οι Ισπανοί έφτασαν στην Κεντρική Αμερική, παρατήρησαν ότι οι χυμοί της γαλάζιας αγαύης καταναλώνονταν από τους ιθαγενείς. Εφοδιασμένοι με την ευρωπαϊκή τεχνογνωσία της απόσταξης, δημιούργησαν την τεκίλα, βαφτισμένη από το χωρίο Tequila που καλλιεργούταν η γαλάζια αγαύη. Οι ευρωπαίοι όμως την θεωρούσαν χαμηλής ποιότητας ποτό κι έτσι έμεινε στην αφάνεια μέχρι το 1920. Τότε ο ιδιοκτήτης του αποστακτηρίου Sauza έβαλε κάτω από την ονομασία «Tequila Sauza» τον τίτλο «μεξικανικό ουίσκι». Με αυτό το τρικ, η τεκίλα κατάφερε να μπει στις ευρωπαϊκές αγορές, και μερικές δεκαετίες αργότερα αποτελεί το πιο δυνατό brand του Μεξικού. Σύμφωνα με τον τοπικό μύθο, η τεκίλα βρέθηκε από τους Αζτέκους θεούς. Κομματιασμένος από το χαμό της αγαπημένης του ένας θεός, θέλοντας να ξεσπάσει, αποφάσισε να βλάψει τους θνητούς. Τότε ο θεός Quetzalkoatl με αντάλλαγμα τη σωτηρία των θνητών, του χάρισε την περιοχή που ευδοκιμεί το φυτό αγαύη. Πήρε το μεθυστικό χυμό της και ξέχασε την αγαπημένη του. Παρά τις γεωγραφικές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών, το Μεξικό και η Κύπρος διατηρούν άψογες σχέσεις μεταξύ τους. Από την εγκαθίδρυση των διπλωματικών σχέσεων το 1974, οι δύο χώρες έχουν ενισχύσει τις σχέσεις τους και έχουν υπογράψει συμφωνίες σε διάφορους τομείς, όπως το εμπόριο, ο τουρισμός και η εκπαίδευση. Το Μεξικό αποτελεί ένα από τους πιο ελκυστικούς τουριστικούς προορισμούς για τους Κύπριους. Αυτοί που δεν έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν αυτό το μακρινό ταξίδι περιορίζονται στα γευστικά ταξίδια μέσα από τα πολλά Μεξικάνικα εστιατόρια που υπάρχουν σε όλη την Κύπρο. Συνταγή: Μεξικάνικες τορτίγιες με κοτόπουλο Υλικά: • 2 φιλέτα κοτόπουλο, χωρίς δέρμα και κόκαλο • αλάτι • πιπέρι • ελαιόλαδο • 300 γρ. ντοματίνια • 1 κρεμμύδι • 1 σκ. σκόρδο • 1 πρέζα ζάχαρη κρυσταλλική • 1 κ.γ. κύμινο • 1 πιπεριά Φλωρίνης κομμένη σε λεπτές φέτες • 100 γρ. καλαμπόκι • 1 κονσέρβα φασόλια(400 γρ.) • ½ κ.γ. μπούκοβο • 1/3 ματσάκι μαϊντανό, ψιλοκομμένο • 200 γρ. τυρί τσένταρ για τη γέμιση • 6-8 τορτίγιες • 200 γρ. τυρί τσένταρ για πασπάλισμα Για το μπασμάτι • 150 γρ ρύζι μπασμάτι • 300 γρ νερό • Φρέσκο θυμάρι • ½ λεμόνι • αλάτι • πιπέρι • 2 φύλλα δάφνης Για το κοτόπουλο Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C στον αέρα. Βάζουμε ένα τηγάνι να κάψει, σε δυνατή φωτιά. Παίρνουμε τα φιλέτα κοτόπουλο, τα κόβουμε στη μέση και τα αλατοπιπερώνουμε. Ρίχνουμε στο τηγάνι μας λίγο ελαιόλαδο και τα φιλέτα μας. Μόλις πάρουν καλό χρώμα και από τις δύο πλευρές τα αποσύρουμε από την φωτιά και τα βάζουμε σε ένα ταψί. Ρίχνουμε λίγο ελαιόλαδο ακόμα από πάνω. Ψήνουμε στον προθερμασμένο φούρνο για 15-20 λεπτά(πάντα σε σχέση με το πόσο μεγάλα είναι τα φιλέτα μας). Όταν είναι έτοιμο, αφαιρούμε από τον φούρνο και αφήνουμε να κρυώσει. Κόβουμε το κοτόπουλο σε οριζόντιες, λεπτές φέτες. Για την γέμιση Βάζουμε στη φωτιά το ίδιο τηγάνι που σοτάραμε το κοτόπουλο, αφού πρώτα το σκουπίσουμε καλά από τα λάδια. Ρίχνουμε τα τοματίνια ολόκληρα χωρίς λάδι και τα αφήνουμε να ψηθούν (μέχρι να καπνιστούν). Κόβουμε το κρεμμύδι σε λεπτές φέτες και τα προσθέτουμε μαζί με ελαιόλαδο στο τηγάνι μας. Με μία τσιμπίδα σπάμε τα ντοματίνια. Ψιλοκόβουμε το σκόρδο και το προσθέτουμε στο τηγάνι μαζί με το αλάτι, το πιπέρι και τη ζάχαρη και ανακατεύουμε καλά. Προσθέτουμε και όλα τα υπόλοιπα υλικά στο τηγάνι μας: κύμινο, την πιπεριά, το καλαμπόκι, τα φασόλια, το μπούκοβο και ανακατεύουμε καλα. Αφήνουμε να πάρει μία βράση για περίπου 3-4 λεπτά, αφαιρούμε από την φωτιά και αφήνουμε να κρυώσει. Ρίχνουμε το κοτόπουλο μέσα στη σάλτσα και προσθέτουμε τον μαϊντανό και το τριμμένο τυρί για να δέσει το μείγμα μας. Ανακατεύουμε καλά. Γεμίζουμε τις τορτίγιες με 2-3 κ.σ. από την γέμισή μας, τις τυλίγουμε με την πλευρά που ανοίγει από κάτω και τις τοποθετούμε σε ένα ταψί(25*35 εκ). Αφού στρώσουμε όλο το ταψί, ρίχνουμε από πάνω την κρέμα γάλακτος και μπόλικο τυρί τσενταρ τριμμένο. Ψήνουμε στον προθερμασμένο φούρνο για 25-30 λεπτά.
Πλούσιο σε γεύσεις, αρώματα και εικόνες το Νεπάλ, επίσημα η Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία του Νεπάλ, με πρωτεύουσα το Κατμαντού, είναι μια μεσόγεια Ασιατική χώρα, έκτασης 147.181 τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμό 28.825.709 κατοίκους. Είναι κατεξοχήν ορεινή περιοχή και πολλοί την ονομάζουν και Ορεινό Βασίλειο, αφού το 90% του εδάφους της καλύπτεται από ψηλά βουνά τα οποία αποτελούν τα εννέα από τα δέκα πιο ψηλά βουνά του κόσμου. Οι πιο ψηλές κορυφές είναι το Έβερεστ (8.848μ.), η Κανγκτσενγιούνγκα (8.044μ.), και η Νταουλαγκίρι (8.043μ.). Στα δυτικά και τα νότια συνορεύει με την Ινδία, στα ανατολικά με το ινδικό προτεκτοράτο Σικκίμ και στα βόρεια με το Θιβέτ της Κίνας.
Η προέλευση του ονόματος Νεπάλ πιθανολογείται ότι προέρχεται από το ΝΕ που σημαίνει ιερό και το ΡΑL που σημαίνει σπηλιά. Με πλούσια πολιτιστική κληρονομιά, τοπία που κόβουν την ανάσα και ζεστούς, εγκάρδιους κατοίκους το Νεπάλ, συνδυάζει με μοναδικό τρόπο έναν παράξενο πλούτο παραδόσεων και πολιτισμού, ως απόρροια απομόνωσης πολλών αιώνων.
Ο Ινδουισμός είναι η επίσημη θρησκεία (90%), ο οποίος έχει αναμιχθεί σε μεγάλο βαθμό με το Βουδισμό. Η θρησκεία αποτελεί σημαντικότατο κομμάτι της καθημερινής ζωής των Nεπαλέζων και αυτό αποδεικνύεται από το μεγάλο πλήθος των ναών.
Με επιρροές από το Θιβέτ και την Ινδία και «Με μια βαλίτσα γεύσεις», μια εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα» η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε Τρίτες Χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των πολιτισμών, ταξιδεύουμε στο Νεπάλ για να δοκιμάσουμε τα θιβετιανά «μόμος» που μοιάζουν με τα ραβιόλια, γεμιστά με λαχανικά ή κρέας βούβαλου και το αγαπημένο φαγητό που τρώγεται όλες τις ώρες της ημέρας το «νταλ μπατ ταρκάρι», που αποτελείται από πουρέ φακής, λευκό βραστό ρύζι, πίκλες και λαχανικά με διάφορες καυτερές σάλτσες, όλα τοποθετημένα ξεχωριστά σε μικρά πιατάκια σε μεταλλικό δίσκο ή στα μεταλλικά μπολ μεταφοράς το ένα πάνω στο άλλο.
Το κρέας που χρησιμοποιούν είναι πάντα βουβαλίσιο με προτίμηση στις μπριζόλες μαγειρεμένες με σκόρδο ή τυρί, μανιτάρια, πιπέρι, κρεμμύδι ακόμη και με κονιάκ. Στη Νεπαλέζικη κουζίνα σπάνια χρησιμοποιείται κρέας μόσχου, αφού λόγω της θρησκευτικής λατρείας οι Νεπαλέζοι ως ινδουιστές απαγορεύεται να σκοτώσουν τις αγελάδες.
Οι Νεπαλέζοι στην Κύπρο έρχονται ως οικονομικοί μετανάστες για να εργαστούν ως επί τω πλείστον, ως οικιακοί βοηθοί. Δεν θεωρούνται πολυπληθείς κοινότητα, ωστόσο αποτελούν μια ενωμένη, ενεργή κοινότητα η οποία τηρεί τα ήθη και τα έθιμα της χώρας και τα προβάλει με κάθε ευκαιρία, συμμετέχοντας σε εθνικά φεστιβάλ.
Συνταγή: Σαλάτα με φακές, τόνο και ρύζι:
Βάζουμε το λάδι σε ένα μεγάλο τηγάνι που το έχουμε κάψει σε μέτρια φωτιά. Προσθέτουμε το κρεμμύδι, το καρότο και το σκόρδο και σοτάρουμε για 5 λεπτά μέχρι να μαλακώσουν ελαφρά ανακατεύοντας με μια κουτάλα. Προσθέτουμε τις φακές, τον κύβο κοτόπουλο και αρκετό νερό ώστε να σκεπάσει τις φακές. Αλατίζουμε ελαφρά και φέρνουμε σε βρασμό το μείγμα σε μέτρια προς χαμηλή φωτιά. Κατεβάζουμε τη φωτιά στο χαμηλό και σιγοβράζουμε για 15 λεπτά ή τόσο ώστε να μαλακώσουν οι φακές αλλά να κρατιούνται ακόμα τραγανές. Σουρώνουμε αλλά δεν ξεπλένουμε και κρατάμε τις φακές και τα λαχανικά σε ένα μπολ. Παράλληλα βράζουμε το ρύζι σε μια μικρή κατσαρόλα με αλατισμένο νερό σε μέτρια προς δυνατή φωτιά μέχρι το ρύζι να μαλακώσει (σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή). Αφαιρούμε από τη φωτιά και σουρώνουμε το ρύζι και το προσθέτουμε στο μείγμα με τις φακές. Ανακατεύουμε καλά με ενα κουτάλι. Προσθέτουμε τα υπόλοιπα υλικά και ανακατεύουμε ελαφρά για να μη λιώσουμε τον τόνο. Διορθώνουμε με αλάτι και πιπέρι και προσθέτουμε όσο ελαιόλαδο και χυμό λάιμ μας αρέσει. Σερβίρουμε τη σαλάτα μας σε θερμοκρασία δωματίου.
Με έκταση 17.098.246 τετραγωνικά χιλιόμετρα, η Ρωσία, επίσημα γνωστή ως Ρωσική Ομοσπονδία, αποτελεί το μεγαλύτερο κράτος του πλανήτη, καλύπτοντας πάνω από το ένα όγδοο της παγκόσμιας κατοικήσιμης γης. Αποτελείται από 85 ομοσπονδιακά κρατίδια και έχει πληθυσμό 146.804.372 κάτοικους. Συνορεύει με πολλές ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες, καθώς και με τους ωκεανούς του Ειρηνικού και της Αρκτικής. Η εκπομπή «Με μια βαλίτσα γεύσεις», του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα», (μια εκπομπή η οποία συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, που στόχο έχει να ταξιδέψει τους τηλεθεατές σε Τρίτες Χώρες, μέσω της γαστρονομίας και να παρουσιάσει τη διαφορετικότητα και την ετερότητα των στοιχείων των πολιτισμών) μας ταξιδεύει στη Μεγαλοπρεπή Ρωσσία για να μας δώσει μια μικρή γεύση από την κουλτούρα, τον πολιτισμό, τα χρώματα και αρώματα της ρώσικης κουζίνας. Η Ρωσσία είναι διάσημη για διάφορα πράγματα μεταξύ αυτών τα μπαλετα Bolshoi της Μόσχας και Mariinsky της Αγίας Πετρούπολης, το μουσείο Ερμιτάζ, που στεγάζεται στο Χειμερινό Ανάκτορο του τσάρου, βαμμένο σε πράσινους παστέλ και λευκούς τόνους το οποίο στεγάζει περισσότερα από 3 εκατ. έργα τέχνης, όπως την “Παναγία με το Βρέφος”, του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, την “Επιστροφή του Ασώτου”, του Ρέμπραντ, αλλά και έργα της Μπλε Περιόδου του Πικάσο. Θα μπορούσε να ονομαστεί και η πόλη των παλατιών, καθώς η άλλοτε πρωτεύουσα της τσαρικής Ρωσίας ταξιδεύει τους επισκέπτες σε εκείνη την εποχή. Διαθέτει ενα ατέλειωτο πλούτο ανακτόρων, αλλά και ένα τεράστιο αριθμό ρωσικών ορθόδοξων ναών οι οποίοι εμπνέουν δέος και θαυμασμό. Η ρωσική κουζίνα είναι διακριτική και μοναδική και, όπως κάθε άλλη εθνική κουζίνα, διαμορφώθηκε από την επίδραση διαφορετικών περιβαλλοντικών, κοινωνικών, γεωγραφικών, οικονομικών και ιστορικών παραγόντων. Ένα από τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα του σοβιετικού παρελθόντος της Ρωσίας είναι το «πασπάλισμα» από κουζίνες άλλων χωρών, ειδικά από τη Γεωργία και όλες τις χώρες του Καυκάσου. Το κύριο χαρακτηριστικό της ρωσικής κουζίνας θεωρείται η αφθονία και η ποικιλία προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των πολύχρομων και πλούσιων σε θρεπτικά συστατικά γευμάτων. Υπάρχουν πολλά πιάτα φτιαγμένα από ζύμη, όπως πίτες, κέικ, ρολά, μπλίνι κλπ, φρέσκα ζυμαρικά και σπιτικά noodles (χυλοπίτες φτιαγμένες είτε από αλεύρι σίτου, είτε από αλεύρι ρυζιού, ή από άμυλο φασολιών). Όντας μια χώρα ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας που προβλέπει πολυάριθμες νηστείες, η ρωσική κουζίνα προσφέρει πολλά πιάτα για χορτοφάγους. Η ρωσική μαγειρική παλέτα είναι επίσης πλούσια σε πιάτα με βάση το κρέας, τα πουλερικά και τα ψάρια που σερβίρονται σε διάφορες περιπτώσεις. H Ρώσικη κουζίνα έχει μια πλούσια γαστρονομική ιστορία και ενσωματώνει στο σύνολό της, πολλές διαφορετικές μαγειρικές παραδόσεις των λαών που αποτέλεσαν την Ρώσικη Αυτοκρατορία και αργότερα την Σοβιετική Ένωση. Κυρίως είναι μια «βαριά» αλλά πλούσια χειμωνιάτικη κουζίνα βασισμένη σε δημητριακά, λαχανικά, φρούτα, κρέατα, ψάρια αλλά και στα αρχέγονα ρώσικα προϊόντα, όπως το σιτάρι, το φαγόπυρο, το χαβιάρι, και τη βρώμη. Η ρώσικη σαλάτα «Ολιβιέ» με μαγιονέζα, αυγά και βραστά λαχανικά, και το φιλέτο «Στρογγάνοφ» μαριναρισμένο σε μπαχαρικά και μαγειρεμένο μαζί με μανιτάρια και κρεμμύδια σε μια κρεμώδη παχύρρευστη σάλτσα με γιαούρτι, είναι από τα πιο γνωστά πιάτα σ΄όλο τον κόσμο από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου. Το γεύμα των Ρώσσων ξεκινά πάντοτε με τα παραδοσιακά ζεστά ψωμάκια, όπου στην Ρωσία ήταν και είναι, η πιο σημαντική τροφή των κατοίκων της. Τα «Πελμένι», επίσης παραδοσικό ρώσσικο πιάτο, φτιάχνεται από λεπτή ζύμη και γέμιση από κιμά, ενώ το πιο χαρακτηριστικό πιάτο της Ρώσικης Κουζίνας είναι η σούπα «Μπορς», μία κατακόκκινη διάφανη σούπα με πατάτα, παντζάρι, μοσχάρι και λάχανο και στην μέση μία κουταλιά από δροσερό γιαούρτι, η οποία σερβίρεται κρύα ή ζεστή. Ακόμα μία τιμητική θέση στο τραπέζι έχουν τα «Πιροσκί», με αφράτη ζύμη από σιτάρι, μαγιά, γάλα, βούτυρο και αυγά, και γέμιση από κρέας, ή ψάρι, ή μανιτάρια, ή πατάτες. Τα «Μπλινί», ένα από τα αρχαιότερα εθνικά εδέσματα, που μοιάζουν με κρέπες σερβίρονται συνήθως με χαβιάρι, ή κρέας ή τυρί. Τα τουρσιά, τα οποία είναι ο ρωσικός μεζές, έχουν και αυτά μια περίοπτη θέση στην Ρωσική γαστρονομική κουλτούρα, δίπλα στη βότκα και αποτελεί το τέλειο ορεκτικό, στο τραπέζι. Το φαγητό στη Ρωσία συνοδεύεται κατά κύριο λόγο από μία παγωμένη Βότκα σε σφηνάκια ή κόκκινο κρασί. Στις παλιές μέρες κάθε γεύμα έλαβε χώρα σε μια συγκεκριμένη ώρα της ημέρας. Όλη η οικογένεια συγκεντρωνόταν γύρω από το τραπέζι, όπου ο καθένας είχε τη θέση του. Στο κεφάλι του τραπεζιού καθόταν πρώτος ο «πλοίαρχος» του σπιτιού, και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ακολουθούσαν. Μπροστά από κάθε μέλος της οικογένειας υπήρχε ένα κουτάλι και ένα κομμάτι ψωμί. Τα ζεστά πιάτα σερβίρονται συνήθως σε ένα μεγάλο μπολ που μοιράζονται ολόκληρη η οικογένεια. Οι κανόνες συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια των γευμάτων ήταν αρκετά αυστηροί: ήταν ταμπού να χτυπήσουν ή να ξύνουν με ένα κουτάλι τα πιάτα, να ρίξουν το φαγητό στο πάτωμα, να μιλούν δυνατά και να γελούν. Όλα αυτά για άλλη μια φορά επιβεβαιώνουν το σεβασμό και ακόμη και το δέος που είχε ο ρωσικός λαός σε σχέση με το καθημερινό ψωμί τους. Οι οικονομικοί δεσμοί και το εμπόριο μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας είναι ισχυροί εδώ και δεκαετίες. Οι ρωσικές επιχειρήσεις αποτελούν ένα μεγάλο και αναπτυσσόμενο κομμάτι της κυπριακής οικονομίας. Οι ρώσοι επιχειρηματίες επιλέγουν την Κύπρο λόγω του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος και τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος αλλά και τις συμφωνίες αποφυγής διπλής φορολόγησης. Επιπλέον, οι Ρώσσοι επιχειρηματίες επιλέγουν την Κύπρο για την εγκαθιδρυση των επιχειρήσεων τους λόγω της στρατηγικής θέσης του νησιού, της προηγμένης υποδομής, της ποιότητα ζωής, του νομικού πλαισίου το οποίο είναι είναι συμβατό με τους νόμους της Ευρωπικής Ένωσης και του διεθνούς δικαίου, αλλά και λόγω του ότι η Κύπρος αποτελεί μέλος της Ευρωπαικής Ενωσης και της ευρωζώνης, κάτι που διασφαλίζει σταθερότητα για τους ξένους επενδυτές. Σύμφωνα με το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών, μέχρι σήμερα η Κύπρος χορήγησε υπηκοότητα σε 3.322 άτομα στη βάση του «Σχεδίου για κατ’ εξαίρεση Πολιτογράφηση μη Κύπριων επενδυτών/ επιχειρηματιών» , εκ των οποίων το 34,3% είναι ρωσικής καταγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού το 2001 ζούσαν μόνιμα στην Κύπρο 8.663 Ρώσοι, κατείχαν δηλαδή το 4,8% του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου, ενώ από το 2001 έως το 2011 σημειώθηκε αύξηση κατά 75% και σήμερα εκτιμάται ότι περίπου 40.000 Ρώσοι ζουν και εργάζονται στην Κύπρο. Η πλειονότητα εξ΄ αυτών (69%), ζει στη Λεμεσό, λόγω της σύγχρονης επενδυτικής υποδομής που διαθέτει και του επιχειρηματικού κλίματος που ανέπτυξε η Πόλη, ενώ το 29% ζει στη Λευκωσία και μόλις το 1% ζει στη Λάρνακα. Αξιοσημείωτη είναι και η δημιουργία ρωσικού πολιτικού κόμματος στην Κύπρο με σκοπό τη διεκδίκηση μιας θέσης στο κοινοβούλιο. Η πλειοψηφία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των Ρώσσων που ζουν στην Κύπρο αφορούν στην ευρύτερη αγορά συναλλάγματος (Forex), ενώ μικρότερο, όμως αξιοσημείωτο ποσοστσό ρωσσικών επιχειρήσεων ασχολείται με το real estate, τα λογιστικά, την ενέργεια, τα μεταλλεία, τα κομπιούτερ και τα softwares, τον τομέα των Media, τη ναυτιλία, το χονδρεμπόριο και τις νομικές συμβουλευτικές υπηρεσίες, τα τραπεζικά, τις ασφάλειες, τη βιομηχανία και το μάρκετινγκ. Η Κυπρο-Ρωσσική σχέση βεβαίως δεν περίορίζεται μόνο σε επαγγελματικό επίπεδο. Ένας σημαντικός αριθμός Ρώσων τουριστών επισκέπτεται την Κύπρο κάθε χρόνο, με το 2016 να έχει δεχθεί 780 χιλιάδες ρώσσους επισκέπτες. Συνταγή: Μουστοκούλουρα
Υλικά: • 250 γρ. μούστο • 250 γρ. ελαιόλαδο ανάμεικτο με σπορέλαιο (50 + 200) • 150 γρ. ζάχαρη • 1 κ.γ. μπέικιν πάουντερ • 1½ κ.γ. κανέλα σκόνη • 1/2 κ.γ. γαρίφαλο σκόνη • 1 σφηνάκι κονιάκ • 80 γρ. σταφίδες μαύρες • 800 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις Εκτέλεση: Ανακατεύουμε το μούστο με το ελαιόλαδο, τη ζάχαρη, το κονιάκ και τα μυρωδικά σε ένα μπολ. Περνάμε το αλεύρι με το μπέικιν πάουντερ από κόσκινο. Προσθέτουμε το μείγμα αυτό στο μείγμα των υγρών και ανακατεύουμε μέχρι να γίνει μια ωραία σφιχτή ζύμη. Τέλος προσθέτουμε τις σταφίδες. Όσο πιο πολύ αλεύρι βάζουμε τόσο πιο σφιχτά γίνονται τα κουλουράκια μας και πιο τραγανά. Πλάθουμε μικρά κουλουράκια και τα βάζουμε σε ταψιά. Βγαίνουν άνετα 40 τεμάχια Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 για 20-30 λεπτά. Αφήνουμε να κρυώσουν στη σχάρα.
Ενα νησί που μοιάζει με δάκρυ, νότια της Ινδίας, η Κεϋλάνη όπως λεγόταν έως το 1972, είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς εμπορικούς σταθμούς μεταξύ Δύσης και Ανατολής, παίζοντας σημαντικό ρόλο στον δρόμο του μεταξιού και των βοτάνων. Η Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα έχει έκταση 65.610 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 21.444.000 κατοίκους. Η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η σιναλεζική, ωστόσο πολλοί Σρι-Λανκέζοι επικοινωνούν στην γλώσσα ταμίλ και την αγγλική.
Με ιστορία που καταγράφεται για πάνω από 3000 χρόνια, η Σρι-Λάνκα κατέχει μερικές από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου. Οι επισκέπτες στην Anuradhapura, Polonnaruwa και Digamadulla, μπορούν να δουν τους αιωνόβιους Βουδιστικούς ναούς και τα αρχαιολογικά ευρήματα για την ύπαρξη ισχυρών Βασιλείων που χρονολογούνται από τον 5ο Αιώνα π.Χ. και να θαυμάσουν τα μεγαλοπρεπή κτίρια τα οποία αποδίδουν απόψεις αρχαίων ερειπίων. Επίσης, μπορούν να εξερευνήσουν τις εκπληκτικές παραλίες, να ξεναγηθούν στις ατέλειωτες φυτείες τσαγιών ή σε σαφάρι, να ζήσουν τον αρχαίο πολιτισμό, να γνωρίσουν τους πάντα χαμογελαστούς κάτοικους και να γευτούν την πολύχρωμη και αντιφατική σε γεύσεις κουζίνα της χώρας.
Έντονα συνυφασμένος με την ιστορία και την κουλτούρα της χώρας ο Βουδισμός αποτελεί το ισχυρότερο θρήσκευμα στη Σρι Λάνκα σε ποσοστό 61%. Το 21% ασπάζονται τον Ινδουισμό, ενώ λιγότερο από 10% είναι μουσουλμάνοι και χριστιανοί.
Η εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού «Σίγμα» «Μια βαλίτσα γεύσεις», μια εκπομπή που συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και την Κυπριακή Δημοκρατία, μας ταξιδεύει στη Σρι-Λάνκα με σκοπό να παρουσιάσει την ιστορία, τον πολιτισμό και τη γαστρονομική ταυτότητα της χώρας και να προβάλει τη διαφορετικότητα των στοιχείων των πολιτισμών, η γνωριμία των οποίων αποτελεί σημαντική παράμετρο για την αποδοχή, τον σεβασμό και την ειρηνική συνύπαρξη στην πολυπολιτισμική κοινωνία που ζούμε.
Οι Σρι-Λανκέζοι οικιακοί βοηθοί στην Κύπρο αποτελούν τη δεύτερη, μετά τους Φιλιππινέζους, μεγαλύτερη και πιο συμπαγής ομάδα μεταναστών από Τρίτες Χώρες, φτάνοντας στις περίπου 10 χιλιάδες από τις 35 χιλιάδες συνολικά εγγεγραμμένες νόμιμες οικιακούς βοηθούς. Οι άντρες υπήκοοι από τη Σρι Λάνκα συνήθως απασχολούνται σε χειρωνακτικές εργασίες, ενώ αρκετοί από αυτούς φοιτούν σε Πανεπιστήμια της Κύπρου με στόχο την αναβάθμιση της εκπαίδευσης τους και την εξεύρεση καλύτερης εργασίας.
Η συνύπαρξη των δύο λαών είναι αρμονική και υπάρχει αλληλοσεβασμός προς τις κουλτούρες των δύο χωρών, διατηρώντας τα ήθη, έθιμα και τις θρησκευτικές και πολιτιστικές συνήθειες. Η νοσταλγία για τη χώρα τους και τα αγαπημένα τους πρόσωπα ενισχύει την επιθυμία για επιστροφή στις παραδόσεις της χώρας καταγωγής τους. Αυτό αντικατοπτρίζεται στην λειτουργία μπακάλικων για περίπου 20 χρόνια, σε όλες τις πόλεις της Κύπρου, τα οποία πωλούν «αποικιακά» για Φιλιππινέζους, Σριλανκέζους, Βιετναμέζους, Ινδούς και Ταϊλανδέζους κυρίως. Η αγορά παραδοσιακών πρώτων υλών και προϊόντων για την παρασκευή των γευμάτων τους στοχεύουν στο να διατηρηθούν οι καθημερινές διατροφικές τους συνήθειες και φυσικά οι ιδιαίτερες γεύσεις τους.
Η κουζίνα της Σρι-Λάνκα με επιρροές από την ινδονησιακή κουζίνα και την κουζίνα της Νότιας Ινδίας διαμορφώθηκε από πολλούς ιστορικούς, πολιτιστικούς και γεωγραφικούς-γεωλογικούς παράγοντες. Τα βασικά προϊόντα της που χρησιμοποιούνται στη Σρι-Λανκέζικη κουζίνα είναι το ρύζι, η καρύδα και τα αμέτρητα ήδη μεθυστικών μπαχαρικών. Η Σρι-λανκέζικη κουζίνα φημίζεται για τα βελούδινα και απαλά κάρυ, τα οποία παρασκευάζονται με πάρα πολλά μυρωδικά. Το απογευματινό τσάι είναι καθημερινή παράδοση για τους Σρι-Λανκέζους έτσι ακόμη και οι υπήκοοι μετανάστες φροντίζουν κάθε απόγευμα να απολαμβάνουν κάποιο παραδοσιακό τσάι της αρεσκείας τους. Χάρη στο εύφορο έδαφος όπου ευδοκιμούν τα πάντα, από καουτσούκ μέχρι κανελόδεντρα η Σρι-Λάνκα είναι η χώρα με την μεγαλύτερη εξαγωγή τσαγιού και καλλιέργεια βοτάνων.
Συνταγή: Sweet Potato Curry
Ξεφλουδίζουμε τις γλυκοπατάτες, τις κόβουμε σε κύβους 2 εκ και τις βάζουμε σε ένα μπολ. Κόβουμε το κρεμμύδι, το σκόρδο, το τσίλι και την λιαστή σε φέτες Σε μια κατσαρόλα σε μέτρια φωτια ρίχνουμε το ελαιόλαδο να ζεσταθεί. Σοτάρουμε τα κρεμμύδια και το τσίλι. Προσθέτουμε τον κουρκουμά, το κάρυ και το θυμάρι. Ανακατεύουμε με μια ξύλινη κουτάλα και προσθέτουμε τις γλυκοπατάτες. Ρίχνουμε νερό στην κατσαρόλα τόσο ώστε να καλύπτει σχεδόν τις γλυκοπατάτες και το ζωμό. Αφήνουμε να βράσουν μέχρι να μαλακώσουν για περίπου 30 λεπτά. Προσθέτουμε το γάλα καρύδας και αφήνουμε να πάρει μια βράση. Αφαιρούμε από τη φωτιά και προσθέτουμε τον ψιλοκομμένο κόλιανδρο. Σερβίρουμε με κους κους.
Ειδυλλιακά, εξωτικά τοπία, θαλάσσιος πλούτος, ατελείωτοι παραθαλάσσιοι περίπατοι, ζεστοί, φιλόξενοι, χαμογελαστοί και ευγενικοί κάτοικοι, σαγηνευτική κουζίνα, στοιχεία που συνθέτουν το σκηνικό των μακρινών Φιλιππίνων για κάθε επισκέπτη. Οι Φιλιππίνες, επίσημα η Δημοκρατία των Φιλιππίνων, είναι μια χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας, συνολικής έκτασης 300.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στο δυτικό Ειρηνικό που αποτελείται από περισσότερα από 7.000 νησιά και πληθυσμό που φτάνει τα 12 εκατομμύρια.
Από την εποχή των αποικιών της Ισπανίας, η χώρα είναι η μεγαλύτερη καθολική χώρα της Ασίας. Με πάνω από εκατό εθνοτικές ομάδες, οι περισσότεροι έχουν καταγωγή από τους αυστρανήσιους, ενώ σε μικρότερο ποσοστό ανήκουν αυτοί με Αραβική καταγωγή ή που προέρχονται από την Κίνα, Ισπανία, Αμερική, Ινδία, Κορέα και Ινδονησία, οι Φιλιππίνες αποτελούν μια συγχώνευση του πολιτισμού και των τεχνών και ένα μείγμα ξένων επιρροών, τα οποία έχουν ενισχύσει τη μαγεία και μοναδικότητα της ταυτότητας της χώρας. Η επίσημη θρησκεία είναι ο Ρωμαιοκαθολικισμός και η γλώσσα που χρησιμοποιείται ευρέως είναι τα Αγγλικά και τα Φιλιππινέζικα, μια τυποποιημένη διάλεκτος των Τανκαλογκ.
Επειδή κανένα ταξίδι δεν θεωρείται ολοκληρωμένο αν ο επισκέπτης δεν δοκιμάσει τις τοπικές νοστιμιές της εκάστοτε χώρας, η εκπομπή «Μια Βαλίτσα Γεύσεις» μας ταξιδεύει στις μακρινές Φιλιππίνες για να μας παρουσιάσει αυτό το εξωτικό χωνευτήρι πολιτισμών και γεύσεων. Με επιρροές από τη Μαλαισία, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Αμερική, η πολύχρωμη Φιλιππινέζικη κουζίνα αποτελεί ένα συνονθύλευμα γεύσεων από τα 7.000 νησιά, χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά και πολλά ψάρια. Το Longanisa (λουκάνικα), τα Tortas (περικαλύμματα αυγών), το Λεσόν (ολόκληρος ψημένος χοίρος και μοσχάρι) και Παν de σαλ (ρόλοι ψωμιού) είναι μερικά από τα παραδοσιακά πιάτα που αντικατοπτρίζουν την πολιτιστική πολυμορφία της χώρας. Η αγορά φρέσκων προϊόντων από τις λεγόμενες «υγρές αγορές», ονομάζονται έτσι, επειδή το δάπεδο είναι βρεγμένο από το πλύσιμο των υλικών, είναι καθημερινή, απαραίτητη συνήθεια για τους ντόπιους. Το εθνικό πιάτο της χώρας είναι το Αντόμπο το οποίο μπορεί να γίνει με μία ποικιλία υλικών. Ωστόσο τις περισσότερες φορές φτιάχνεται με κοτόπουλο, μοσχάρι, χοιρινό ή ψάρι, μαγειρεμένα με σκόρδο, αλάτι και πιπέρι σε μία σος με ξύδι και σόγια.
Οι Φιλιππινέζοι οικονομικοί μετανάστες οι οποίοι εργάζονται στην Κύπρο ως οικιακοί βοηθοί, αποτελούν την μεγαλύτερη και πιο συμπαγής ομάδα μεταναστών από Τρίτες Χώρες, φτάνοντας στις περίπου 12 χιλιάδες από τις 35 χιλιάδες συνολικά εγγεγραμμένες νόμιμες οικιακούς βοηθούς. Σε σύγκριση με άλλες Ασιάτισσες, οι Φιλιππινέζες εργαζόμενες στην Κύπρο έχουν τελειώσει σχολεία Μέσης Παιδείας, μιλούν καλά Αγγλικά και είναι πιο μορφωμένες από άλλες.
Βεβαίως δεν είναι λίγοι αυτοί που εργάζονται στον τομέα του τουρισμού, σε κάποιο ξενοδοχείο, ή στον τομέα της καφεστίασης, ως μάγειρες ή σερβιτόροι σε Φιλιππινέζικο ή Ασιατικό εστιατόριο, αφού η Ασιατική κουζίνα είναι ευρέως διαδεδομένη και αγαπητή στους Κύπριους.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα φιλικό λαό, με περίσσεια ευγένεια και φιλοξενία, αλλά και με αρκετή περιέργεια και σεβασμό. Χαμογελαστοί και χαρούμενοι απολαμβάνουν την παραμονή τους στην Κύπρο και αγαπούν να τραγουδούν και να χορεύουν σε κάθε παραδοσιακή, και όχι μόνο, γιορτή.
Συνταγή: Χοιρινή πανσέτα Adobo (Άκης Πετρετζίκης)
Μαρινάρουμε την πανσέτα με τη σόγια και το σκόρδο σε φέτες για 30λεπτά με 1 ώρα. Ζεσταίνουμε ένα τηγάνι και σωτάρουμε την πανσέτα σε δυνατή φωτιά από όλες τις πλευρές. Σβήνουμε με το ξύδι και αφήνουμε να εξατμιστεί. Προσθέτουμε το νερό, τους κόκκους πιπεριού, τα φύλλα δάφνης και βράζουμε για 40- 60 λεπτά. Τέλος, προσθέτουμε το αλάτι. Ελέγχουμε τα καρυκεύματα και σερβίρουμε με ρύζι.